30/10/09

Δύο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις




Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣ

Όλη νύχτα
Έβλεπα την κοιλιά σου να μεγαλώνει
Το σάλιο μου μύριζε πετρέλαιο
Πάνω στο καμένο κορμί
Ένα πλοίο από πορσελάνη
Χυνόταν κάθε λίγο στο στόμα σου
Με κομμένα σκοινιά

Όλη νύχτα
Μ’ έναν φακό
Μάζευα σπασμένα γυαλιά
Από τις αποθήκες σου
Σε άνοιγα και σε έκλεινα
Ως τα κάγκελα της ψυχής
Ως εκεί που μπορεί να φτάσει
Ένας υποψήφιος νεκρός

Προσέχοντας πολύ
Να μην τρομάξω
Την αναπνοή της

Με την πανοπλία μου


ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ Π ΠΡΙΝ ΠΕΡΑΣΕΙ(Σ)

Ερχόμουν από μακριά
Με τους χειροποίητους μύθους μου
Με τις φυσιογνωμίες των σωμάτων
Γεμάτες λάσπη
Είχα συνηθίσει πια
Να επιπλέω στην καθαρότητα
Ό,τι ήθελα να πω
Το έλεγα πρώτα στον εαυτό μου
Για δοκιμή

Μια μέρα
Άρχισα να σου μιλάω ακατάπαυστα
Και κόλλησαν τα χείλη μου Άνδρο
Όπως έβγαινε η φωνή μου
Λιγόστευα

Εσύ πάλι τι κάνεις
Όποτε το θυμάσαι
Κατεβάζεις τα σκουπίδια στη θάλασσα
Ξεσκόνισε και λιγάκι
Τόσες λέξεις είναι πεταμένες στο πάτωμα

Δε βλέπεις ότι αν συνεχίσουμε έτσι
Θα μας φάει η σκόνη;



Την Παρασκευή 30 Οκτωβρίου κυκλοφορεί το νέο βιβλίο
του ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
"ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ"
από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

24/10/09

ΚΑΤΑ ΜΟΝΑΣ ΗΔΟΝΕΣ


Mικρού μήκους ταινία της ΛΟΥΚΙΑΣ ΡΙΚΑΚΗ
«ΚΑΤΑ ΜΟΝΑΣ ΗΔΟΝΕΣ»
Πολύτιμο Τρίπτυχο για τον Αυτοερωτισμό
του ΓΙΩΡΓΟΥ-ΙΚΑΡΟΥ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗ
Στην καθημερινή ζωή τον αποσιωπούν, όταν δεν τον χλευάζουν. Τον περιβάλλει μία ομίχλη ατιμίας, ύβρεων, χοντρών αστεϊσμών, βάναυσης υποτίμησης. Πρόκειται για τον αυνανισμό, τον αυτοερωτισμό, και όλοι ξέρουμε πώς αντιμετωπίζεται ακόμα και σήμερα. Για μιαν ακόμα φορά, η Τέχνη έρχεται να βάλει, με τον δικό της μοναδικό, ακραίο και ακαριαίο τρόπο, τα πράγματα στη θέση τους. Που σημαίνει να μας κάνει να σκεφτούμε αλλιώς, όχι όπως κάθε μέρα, από αδράνεια και κεκτημένη ταχύτητα, αλλά να επανεξετάσουμε, να αναστοχαστούμε, να αναθεωρήσουμε αφού βαφτιστούμε στα νάματα της ευαισθησίας και της νοημοσύνης, του πάθους και της λογικής, του καλλιτέχνη. για τον Αυτοερωτισμό.
Μια μικρή σε διάρκεια ταινία, μόλις δεκάλεπτη, έρχεται αίφνης να μας εξοικειώσει με το θαύμα του αυτοερωτισμού. Κάθε έργο τέχνης, εξάλλου, που σέβεται τον εαυτό του άλλο σκοπό δεν έχει από το να μας φέρνει διά της τέρψεως σιμά στο θαύμα που είναι ο άνθρωπος στις πιο όμορφες στιγμές του. Και οι όμορφες στιγμές μας συχνά λογοκρίνονται, καταδικάζονται σε ένα περιφρονημένο μισόφωτο, υφίστανται στυγνό ακρωτηριασμό.«Κατά μόνας ηδονές» είναι ο εύγλωττος τίτλος του δημιουργήματος της Λουκίας Ρικάκη.

H Ρικάκη επιχειρεί μία σπουδή στον αυτοερωτισμό μέσα από την κάμερα. Επιλέγει τη χρήση μέσων και τρόπων που θα ακυρώσουν την καταλαλιά που σφυροκοπάει τον αυτοερωτισμό και την ανάδειξη της βαθιά ανθρώπινης σημασίας του. Το φιλμ «Κατά μόνας ηδονές» είναι δομημένο ως τρίπτυχο, πρόκειται για τρεις στιγμές ποιητικής προσέγγισης στο κορμί που παραδίδεται στην ηδονή, στα δάχτυλα που θωπεύουν το στήθος και την κοιλιά και το αιδοίο, και στην ακύρωση της χυδαιότητας μέσα από τον ηδύ θρίαμβο της ποίησης, μιας ποίησης όχι μονάχα των λέξεων αλλά και των μελωδιών και των εικόνων.Τα χρώματα που επιλέγει η Ρικάκη να δεσπόσουν στις «Κατά μόνας ηδονές» είναι το κόκκινο, το χρυσό, και το γαλάζιο. Το κόκκινο των σεντονιών που φιλοξενούν την ηδονή και του τριαντάφυλλου που ανοίγει ευφρόσυνα, το χρυσό των φύλλων που χορεύουν στον άνεμο της ελευθερίας που χαρίζει η ηδονή, και το γαλάζιο των υδάτων του ερωτικού θάλπους. Οι λέξεις της είναι αλιευμένες από τον Ευριπίδη, τον Δάντη, τον Χάβελοκ Έλις, τον Νοβάλις, τον Νίτσε, τον Ρουσσώ. Μέσα από τις λέξεις αυτές ο παράφορος διονυσιασμός σμίγει με το φλογερό, μα πάντα έλλογο, λειασμένο, βελούδινο πάθος του ρομαντισμού, πλέκοντας μαζί το εγκώμιο της ευδαιμονικής αυτονομίας, της νοσταλγίας της χαμένης αθωότητας, που καλό είναι να ανακαλυφθεί εκ νέου, και της ενάρετης αυτάρκειας που δωρίζει ο αυτοερωτισμός, που προσφέρουν οι συκοφαντημένες αλλά τόσο πολύτιμες στιγμές που στη διάρκειά τους, την παρατεταμένη νοερά για πάντα, τα δάχτυλα μιας γυναίκας ανακαλύπτουν τις πτυχές του σώματός της, ξετρυπώνουν τις φωλιές που περιθάλπουν τον έρωτα και την αγάπη.

Υπάρχει η Μαλακία και ο Αυνανισμός .
Πολλοί νομίζουν ότι είναι το ίδιο.
"Οι πολλοί όμως είναι πάντα λάθος",
όπως έχει πει και η Άντζελα Δημητρίου.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε απλά
την έκφραση της σεξουαλικότητας του ατόμου
μέσω της χειροπρακτικής.
Η συνειδητή αυτή έκφραση που πηγάζει
από ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις, επιθυμίες,
βίτσια, κλπ. είναι ότι πιο χρήσιμο υπάρχει στον πολιτισμό μας,
γιατί μας προστατεύει από ανεπιθύμητες γεννήσεις,
γνωριμίες, βιασμούς, υπερτροφίες προστάτη, κλπ.
Η δεύτερη περίπτωση, ενώ φαινομενικά μοιάζει,
κατά βάθος διαφέρει σημαντικά από την πρώτη.
Η ειδοποιός διαφορά είναι ο αυνανισμός
μπορεί να πηγάζει από οτιδήποτε.
Ο Αυνάνας, σε αντίθεση με τον Μαλάκα, αυνανίζεται με τα πάντα. Για αυτόν κίνητρο αυνανισμού γίνεται με μεγάλη ευκολία η επικαιρότητα, ο καιρός, τα εμπορικά κέντρα, ένα βότσαλο, ένα φλυτζάνι καφές, ένας ραπιδογράφος, οι γάλλοι διαφωτιστές του 18ου αιώνα, ένας κουτσός γκανέζος φακίρης, κλπ.
Ο Αυνάνας απλά θέλει να αυνανιστεί και θα το κάνει με οποιαδήποτε αφορμή, σε οποιοδήποτε χώρο και σε οποιαδήποτε στιγμή.
Ο Αυνάνας είναι τρομέρα επικίνδυνος για τους γύρω του,
ειδικά για όσους είναι απρόσεκτοι ή χαζεύουν,
γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να τους λερώσει
με τα κολλώδη εκκρίματά του,
αποτέλεσμα του αδιάκοπου και ακατάβλητου αυνανισμού του.

Γιαυτό να έχετε το νου σας στους Αυνάνες,
ψάξτε λίγο τους γύρω σας και κυρίως,
αν αντέχετε, ψάξτε λιγάκι τον εαυτό σας.

19/10/09

« Αιδοίων Μονόλογοι»


....θυμάμαι κι εγώ τη μέρα που το είδα για πρώτη φορά. Δεν ήταν ένα,ούτε και διακόσια αλλά καμιά τριανταριά ήταν σίγουρα.Η μάνα μου με είχε πάρει μαζί της στο χαμάμ, όπου πήγαινε κάθε βδομάδα με τις γειτόνισσες και θα πρέπει να ήμουν πολύ μικρός,για να μου επιτρέψουν την είσοδο. Ήμουν όμως αρκετά ψηλός, για να φτάνω μέχρι το ύψος του. Όπου κι αν έστρεφα το βλέμμα αντίκρυζα τούφες ξανθές,τούφες μαύρες,καστανές,κατάμαυρες, σαν θάμνοι σε γωνίες από άσπρα βράχια κι ήταν φυσικό να παίζω με ότι έφτανα. Δεν ήξερα ακόμα οτι κρύβανε την είσοδο της σπηλιάς με τους θησαυρούς, ωστόσο θάπρεπε να αισθανόμουν κάτι, γιατί τα ψαχούλευα. Οι γυναίκες γελούσαν όσο έψαχνα. Το πρόσωπο μου βρισκόταν στο ίδιο σημείο με τις πολύχρωμες φούντες τους κι όταν εκείνες με τραβούσαν κοντά τους να με χαιδέψουν,η μύτη μου,το στόμα μου,τα μάτια μου,τα μάγουλά μου έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Η εποχή που είχα εκείνο το μπόι ,νομίζω πως ήταν η ωραιότερη και πιο απόκρυφη ερωτικά εποχή της ζωής μου. Δεν ήθελα να παίζω με κοριτσάκια της ηλικίας μου επειδή το πρόσωπο μου ήταν στο ίδιο επίπεδο με το δικό τους, ήθελα πάντα να είμαι με κοπέλες που το μούτρο μου συνέπιπτε να βρίσκονται στον ίδιο παράλληλο του πλανήτη μ'εκείνο το μέρος της γυναίκας, που άκουγα να λένε οι μεγάλοι πως «Όλα στον κόσμο γι'αυτό γίνονται». Δυστυχώς όμως ψήλωνα. Ψήλωνα συνέχεια, ώσπου κάποτε το γατάκι,το κουτάκι,το πουλάκι, το πράγμα, αυτό, χάθηκε τελείως από τον ορίζοντα μου κι έπρεπε τώρα να κατεβαίνω και να το ψάχνω. Εκείνοι που με κατηγορούσαν πως μόνο αυτό σκέφτομαι, είχαν δίκιο, εφόσον εξαφανίστηκε από μπροστά μου, μόνο αυτό σκεφτόμουν... Διαπίστωσα ότι και το εκτεθειμένο στον κόσμο πρόσωπο τους διέθετε όσα και το κρυμμένο μέρος που είχα πρωτογνωρίσει. Μαλλιά, μάγουλα, χείλη, στόμα. Το μόνο που έλλειπε ήταν εκείνο ακριβώς το σημείο που έκανε χαρούμενες τις γυναίκες και σε πολλά μέρη του κόσμου τους το αφαιρούν για να τους αφαιρέσουν τη χαρά και την περηφάνεια τους, η κλειτορίδα. Αυτό εξακολουθούσε να παραμένει καταχωνιασμένο κι όποιος επιθυμούσε να το δει, να το χαρεί και να παίξει μαζί του έπρεπε να κατέβει στο υπόγειο. Ήταν φυσικό λοιπόν να αγαπήσω και το πρόσωπο των γυναικών και να θέλγομαι από αυτό όπως κάποτε με το αιδοίο. Άλλωστε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του προσώπου τους απεικονίζουν τα εσωτερικά του αιδοίου. Κι όποιος αναφωνεί «ωραίο μουνί», στη θέα μιας όμορφης γυναίκας, άθελα του αυτό λέει.

Αντώνης Σουρούνης-
Προλογίζοντας το βιβλίο
" Αιδοίων Μονόλογοι"


Ιβ Ενσλερ
«Αιδοίων μονόλογοι»
(εκδόσεις Νίκη)



«Αν ντυνόταν το αιδοίο σας, τι θα φορούσε;» «Αν το αιδοίο σας μπορούσε να μιλήσει, τι θα έλεγε με δυο λέξεις;» «Με τι θα παρομοιάζατε τη μυρωδιά του αιδοίου σας;» «Τι χαιδευτικό όνομα έχετε για το αιδοίο σας;» Αυτά είναι μονάχα μερικά από τα θέματα που θίγει η Ηβ Ενσλερ στο Αιδοίων μονόλογοι, που είναι ο καρπός των 200 περίπου συνεντεύξεων που πήρε από γυναίκες απ' όλο τον κόσμο: μια γυναίκα μιλάει για το τριχωτό του εφήβαιου, μία άλλη για τον οργασμό και άλλες για την περίοδο. Μία Βόσνια, θύμα βιασμού, μιλάει για την τωρινή σχέση της με το αιδοίο της, άλλες για το σεξ και την σεξουαλικότητα και η ίδια η συγγραφέας για το θαύμα της γέννας. Η συγγραφέας αποφάσισε ν' ασχοληθεί με το θέμα όταν, όπως λέει η ίδια, "συνειδητοποίησα πως ήμουν «μισή», με το σώμα και το μυαλό μίλια μακριά το ένα απ' το άλλο. Το αιδοίο μου ήταν κάτι μακρινό, «εκεί κάτω», στο βάθος, στον ορίζοντα. Ούτε που περνούσα από κει καθόλου. Το ουσιαστικό θέμα του Αιδοίων Μονόλογοι είναι η σχέση που έχουν τα γεννητικά μας όργανα με το υπόλοιπο σώμα μας, με τον εαυτό μας, με το είναι μας. Και πόσο τελικά έχουν καταστρέψει αυτήν τη σχέση, που είναι από τις πιο πρωτόγονες, φυσικές, και αγνές. Η Ενσλερ αποδεικνύει μέσα από τα γέλια, τα δάκρυα, και τα ρίγη που προκαλεί η ανάγνωση αυτού του βιβλίου ότι το αιδοίο είναι ένα κοινό σημείο συνάντησης για άντρες και γυναίκες... σε πολλαπλά επίπεδα.


Αναδημοσιεύω ένα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο. Επέλεξα ένα κεφάλαιο που μου άρεσε ιδιαίτερα :

Το αιδοίο μου τα 'χει πάρει στο κρανίο. Το εννοώ. Είναι έξαλλο.
Το αιδοίο μου είναι έτοιμο να εκραγεί και πρέπει να τα πει για να ξεθυμάνει.
Πρέπει να μιλήσει για όλες αυτές τις παπαριές. Έχει ανάγκη να σας μιλήσει.
Δηλαδή, πως την έχουν δει όλοι αυτοί εκεί έξω - όλοι αυτοί που έχουν βάλει στόχο στη ζωή του να κατεβάζουν όλο και πιο καινούριες ιδέες για το πως θα βασανίσουν το ταλαίπωρο το αιδοίο μου που θέλει μόνο στοργή... Όλοι αυτοί που στύβουν το κεφάλι τους και εφευρίσκουν παρανοϊκά προϊόντα και κατεβάζουν αρρωστημένες ιδέες για το πως θα υποσκάψουν το μουνάκι μου.
Το μουνί που σας πέταγε, ρε !
Τι είναι όλες αυτές οι μαλακίες που προσπαθούν να μας χώσουν εκεί μέσα, για να μας καθαρίσουν - για να μας παραγεμίσουν, για να μας το κλείσουν το μαγαζί;
Ε, λοιπόν, το αιδοίο μου δεν τα κατεβάζει τα ρολά.
Είναι έξαλλο και δεν έχει σκοπό να πάει πουθενά.
Πάρτε για παράδειγμα τα ταμπόν - τι στο διάολο είναι αυτό το πράγμα; Ένα γαμημένο, στεγνό στουπί απο βαμβάκι που το χώνουμε εκεί πέρα. Γιατί δεν βρίσκουνε κάποιο τρόπο να το γρασάρουν κάπως; Μόλις το βλέπει το αιδοίο μου, παθαίνει αμόκ.
Ξέχνα το, μου λέει. Και κλείνει.

Πρέπει να συνεργαστείς με το αιδοίο, να το φέρεις σιγά σιγά σε επαφή με κάτι, να προετοιμάσεις το έδαφος. Κάποιος πρέπει να σας μιλήσει για τα προκαταρκτικά. Πρέπει να το πείσεις το αιδοίο μου, να το αποπλανήσεις, να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του. Και πως να το κάνουμε, αυτό δε γίνεται μ' ένα γαμημένο, στεγνό στουπί από βαμβάκι. Σταματήστε να μου χώνετε διάφορα. Σταματήστε να μου χώνετε πράγματα και σταματήστε να προσπαθείτε να μου το καθαρίσετε. Το αιδοίο μου δεν έχει ανάγκη απο καθάρισμα. Μια χαρά μυρίζει κι από μόνο του. Τουλάχιστον έτσι του 'χουν πει.
«Μμμμ, μυρίζει υπέροχα», λέει αυτός. «Μυρίζει υπέροχα». Δε μυρίζει ροδοπέταλα. Μην προσπαθείτε να το διακοσμήσετε. Μην τους πιστεύετε όταν σας λένε οτι μυρίζει ροδοπέταλα όταν κανονικά πρέπει να μυρίζει σαν μουνί. Κοίτα να δεις τι προσπαθούνε να κάνουνε, προσπαθούνε να το καθαρίσουνε, να το κάνουνε να μυρίζει σαν αποσμητικό τουαλέτας ή κήπο. Όλα αυτά τα κολπικά ντους με άρωμα λουλουδιών, βατόμουρου, βροχής. Δε θέλω, ρε, να μυρίζει το μουνί μου σαν βατόμουρα ή σαν τη βροχή. Τι νόημα έχει να το πλύνεις το ψάρι αφού το ψήσεις; Εγώ θέλω να το απολαύσω το ψάρι. Γι' αυτό και το παράγγειλα.
Αυτό είναι η γυναίκα, αυτό είμαι εγώ.
Οι χυμοί μου, παχύρρευστοι και γλιστεροί. Άσε πια αυτές οι εξετάσεις. Ποιος πήγε και τις σκαρφίστηκε; Δεν μπορεί, κάποιος καλύτερος τρόπος θα υπάρχει για να γίνουν αυτές οι εξετάσεις. Γιατί θα πρέπει δηλαδή να φοράμε εκείνο το χάρτινο φόρεμα που σε κάνει ν' ανατριχιάζεις, που σου γρατσουνάει και τα βυζιά και τρίζει όταν πας να καθίσεις, έτσι που νιώθεις σαν ένα τσαλακωμένο χαρτί που κάποιος πέταξε στα σκουπίδια; Και προς τι παρακαλώ τα λαστιχένια γάντια; Και προς τι οι προβολείς που σε κάνουν να νιώθεις σαν να πρόκειται να σε ανακρίνει η Γκεστάπο, και προς τι ο σιδερένιος αναβολέας, ο κρύος και απάνθρωπος κολποδιαστολέας που σου χώνουνε εκεί μέσα; Τι είναι όλα αυτά, πείτε μου; Και πως και οι γυναίκες γυναικολόγοι δε διαμαρτύρονται για όλα αυτά;
Το αιδοίο μου εξοργίζεται μ' αυτές τις επισκέψεις.
Αρχίζει και κρατάει αμυντική στάση, βδομάδες πριν.
Κλείνει ερμητικά και δε χαλαρώνει με τίποτα.
Δε σας τη δίνει όταν λένε «Χαλαρώστε το αιδοίο σας, χαλαρώστε το αιδοίο σας».
Πριτς! Το αιδοίο μου είναι τετραπέρατο - το αιδοίο μου ξέρει τι πρόκειται να γίνει. Να χαλαρώσει για να μπορέσετε να του χώσετε τον παγωμένο κολποδια-στολέα; Ευχαριστώ, δε θα πάρω. Εξέταση, κολπική εξέταση; Πείτε καλύτερα κολπική εκτέλεση για να συνεννοούμαστε. Γιατί δεν μπορούνε να βρούνε ενα όμορφο λαχταριστό μωβ βελούδο για να με τυλίξουνε, μετά να με ξαπλώσουνε πάνω σ' ένα ανάλαφρο βαμβακερό κάλυμμα, να φορέσουνε όμορφα φιλικά ροζ η μπλε γάντια και να ξεκουράσουνε τα πόδια μου σ' έναν αναβολέα που θα είναι καλυμμένος με γούνα; Και ζεσταίνετε και τον κολποδιαστολέα. Συνεργαστείτε με το αιδοίο μου. Αλλά εσείς εκεί, κι άλλα βασανιστήρια - γαμημένα στεγνά στουπιά απο βαμβάκι, παγωμένοι κολποδιαστολείς και βρακιά τάνγκα.
Αυτό κι αν είναι πια το χειρότερο. Βρακιά τάνγκα. Ποιος εγκέφαλος το σκαρφίστηκε πάλι αυτό; Όλο πάνε πάνω κάτω και σε κόβουν στον κώλο και σου χώνονται και στο πίσω μέρος του αιδοίου.

Το αιδοίο πρέπει κανονικά να είναι χαλαρό και να έχει απλά κι όχι να είναι περιορισμένο. Γι αυτό και οι κορσέδες δε λένε. Έχουμε ανάγκη να κινούμαστε άνετα και να απλωνόμαστε και να μιλάμε αδιάκοπα. Τα αιδοία θέλουν άνεση. Να τι να φτιάξετε. Κάτι που να τους προσφέρει ευχαρίστηση. Αλλά σιγά να μην κάνουνε τίποτα τέτοιο. Μη δούνε καμιά γυναίκα να περνάει καλά, ειδικά να τη βρίσκει στο σεξ. Γιατί δε φτιάχνετε ένα όμορφο απαλό βαμβακερό κυλοτάκι με ενσωματωμένο μίνι δονητή; Θα το φοράνε οι γυναίκες και θα τελειώνουν όλη μέρα, θα τελειώνουν στο σούπερ μάρκετ, θα τελειώνουν στο μετρό, θα έχουν ευτυχισμένα αιδοία που θα τελειώνουν όλη την ώρα. Δε θα το άντεχαν με τίποτα να βλέπουν όλα αυτά τα δραστηριοποιημένα, ξαναμμένα, ικανοποιημένα αιδοία που δεν ανέχονται τις μαλακίες του ενός και του άλλου.Κι αντί γι' αυτό, έχουμε και το μαλακισμένο το κωλόχαρτο. Έξαλλη γινόμουνα μέχρι που ανακάλυψα το Κλινέξ Καπιτονέ. Το Κλινέξ Καπιτονέ είναι για το αιδοίο ότι και η μους σοκολάτα στο στόμα. Το Κλινέξ Καπιτονέ είναι απαλό αλλά όχι εύθραυστο, ανθεκτικό, αλλά όχι άγριο. Το Κλινέξ Καπιτονέ σε χαϊδεύει χωρίς να σου κάνει εισβολή. Όχι σαν αυτά που είχαμε παλιότερα - σαν ξυριστικές λεπίδες ήταν αυτές οι μαλακίες. Αλλά ίσως, πάλι, γι αυτό και να έχουμε τους μπιντέδες - σαν αντιστάθμισμα για το χαρτί τουαλέτας, - πρώτα του αλλάζεις τα πετρέλαια και μετά το πας στο νοσοκομείο για περίθαλψη.

Το αιδοίο που έχει μπιντέ είναι ένα ευτυχισμένο αιδοίο.
Ένα υπέροχο ρυάκι νερού μπαίνει μέσα, χοροπηδάει σαν μικρός πήδακας, είναι σα να 'χουν στήσει χορό εκεί πάνω τρυφερές νεράιδες - αυτό μάλιστα,
αυτό είναι ένα ευτυχισμένο αιδοίο.
Αν το αιδοίο μου μπορούσε να μιλήσει, θα έλεγε όσα λέω κι εγώ γι αυτό,
θα μιλούσε και για τα άλλα αιδοία, θα έκανε μιμήσεις άλλων αιδοίων.
Θα φορούσε διαμάντια από το Τίφανις, καθόλου ρούχα, θα ήταν τυλιγμένο στα διαμάντια.
Το αιδοίο μου βοήθησε να λευτερωθεί ένα τεράστιο μωρό. Νόμιζε ότι θα ξανάκανε αρκετές φορές το ίδιο πράγμα. Αλλά δεν πρόκειται να το ξανακάνει.
Τώρα αυτό που θέλει είναι να ταξιδέψει, δε θέλει και πολλές παρέες.
Θέλει να διαβάσει και να μάθει πράγματα και να βγαίνει έξω πιο πολύ.
Θέλει και σεξ. Τρελαίνεται για σεξ.
Θέλει να φτάσει πιο βαθιά. Τρελαίνεται για βάθος.
Θέλει να πάει σε μια αρχαιολογική ανασκαφή και να ξεθάψει την αρχή.
Θέλει καλοσύνη. Θέλει αλλαγή.
Θέλει σιωπή και ελευθερία και τρυφερά φιλιά και ζεστά υγρά και Βαθύ άγγιγμα.
Θέλει σοκολάτα και εμπιστοσύνη και ομορφιά.
Θέλει να ουρλιάξει, θέλει να πάψει να είναι θυμωμένο.
Θέλει να τελειώσει.
Θέλει να θέλει. Θέλει.
Το αιδοίο μου, το αιδοίο μου.
Τι να πω...
Τα θέλει όλα.

Χαλαρώστε
Καλό διάβασμα.



Από τις 22 Οκτωβρίου, σε έναν διαφορετικό χώρο, η Βάνα Μπάρμπα θα μονολογεί για το αιδοίο. Όχι κάποιο συγκεκριμένο, γενικά! Η γνωστή ηθοποιός επαναλαμβάνει, σε μορφή stand up comedy, το «Αιδοίου Μονόλογοι» στο club – restaurant «Dirty Mezzo».

Μαζί με τη Βάνα θα μονολογήσουν περί αιδοίου... οι «ειδικές» επί του θέματος, Θεοφανία Παπαθωμά, Χριστίνα Παππά, Δωροθέα Μερκούρη, αλλά και... η Τιτίκα Σιριγκούλη, που υποθέτουμε ότι θα εκπροσωπήσει τα... αιδοία της τρίτης ηλικίας!

Κι επειδή οι παραπάνω κυρίες δεν είναι αρκετές, έρχεται να προστεθεί στην παρέα τους η Χριστίνα Μπαλτζή και η γνωστή – σύμφωνα με το δελτίο τύπου – Ματούλα (εγώ πάλι νόμιζα ότι με τα μικρά τους ονόματα έχουν μείνει στην καλλιτεχνική ιστορία η Μελίνα και η Αλίκη, τη Ματούλα δεν την είχα υπόψη μου!).

Η παράσταση θα εξελίσσεται με τη βοήθεια και τη συμμετοχή του κοινού, του τραγουδιού και της live μουσικής.

Και όλα αυτά... στο «Dirty Mezzo», το γνωστό «Mezzo-Mezzo» της Λ. Συγγρού, που μετατρέπεται στο πιο πρωτότυπο club-restaurant της πόλης, συνδυάζοντας live μουσική, Dj, θεατρική μουσική σκηνή και ιταλικό εστιατόριο.

Ταμπού επί τάπητος, γυναικεία σεξουαλικότητα στη φόρα και τρανσέξουαλ «μεζεδάκια». Και όλα αυτά δίπλα σε μια «Βρώμικη (στο μυαλό και μόνον) πίτσα». Ιδού το περιββάλλον που επιλέγει να αυτοσχεδιάσει και να δημιουργήσει, με χιούμορ, σαρκασμό και φαντασία η Βάνα Μπάρμπα.

Τη δική της αλήθεια θα καταθέτει και η τρανσέξουαλ Καρλότα, που «αφού μεταμορφώνεται σε περιζήτητο θηλυκό συνειδητοποιεί το λάθος της». Την παρέα συμπληρώνει ο τραγουδιστής Γιώργος Αξάς και η ορχήστρα του, η house μουσική, η κλαμπίστικη διάθεση και οι «βρώμικες» πίτσες που θα πηγαινοέρχονται. Το όλο εγχείρημα διευθύνουν οι Νίκος και Γιώργος Γιγουρτάκης.

Οιονεί ποίημα

Λαθρεμπόριο, γιατρέ μου, ιδεών
λαθρεμπόριο αισθημάτων.
Έκλεισα τα εξήντα κι είμαι παρών:
έτοιμος προς εκποίησιν των τραυμάτων.
Ξόδεψα τη νοσταλγία των ουρανών
βγήκα με ψευδώνυμο στο κυνήγι.
Διαπρεπής στοχαστής, σώφρων,
πλην όμως η πελατεία μου λίγη.


ΜΑΡΚΙΔΗΣ ΜΑΡΙΟΣ

17/10/09

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού


Μετά την εξαφάνιση παραδοσιακών επαγγελμάτων όπως ο μυλωνάς και η μυλωνού, τη θέση τους καταλαμβάνουν, συν τω χρόνω, νέες, πρωτότυπες ενασχολήσεις, όπως αυτή του μπλογκερά και της μπλογκερούς, μια ακόμα ένδειξη των ταχύτατων αλλαγών που συντελούνται αθόρυβα στην ελληνική κοινωνία, αλλοιώνοντας δραματικά τον παραδοσιακό χαρακτήρα της.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού είναι όντα μονήρη, καλωδιωμένα, αυτοαναφορικά, ημιμαθή, προοδευτικά, γλωσσομαθή, ευαίσθητα, με αυξημένη εκτίμηση στην κρίση τους και στις προσωπικές τους εμπειρίες, τις οποίες και επεξεργάζονται εξαντλητικά, προετοιμάζοντας το επόμενο post. Μπορεί να μην έχουν παντελόνι να φορέσουν, έχουν όμως πληκτρολόγιο. Και είναι φουλ από ιδέες.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού δεν έχουν πατέρα, μάνα, συγγενείς, φίλους, εραστές, με την έννοια ότι τα περισσότερα απ’ αυτά τα πρόσωπα τα υποκαθιστά θαυμάσια το ίδιο το blog και οι σχέσεις που αναπτύσσει ο ιδιοκτήτης με το συνάφι του.
Ως χαρακτηριστικό αυτής της περίπτωσης υποκατάστασης, μπορούμε να αναφέρουμε πρόχειρα το γεγονός ότι, όταν ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού γιορτάζουν, δεν ενδιαφέρονται τόσο αν τους θυμήθηκε η ίδια τους η μάνα όσο το αν πέρασε να τους ευχηθεί ο talos ή ο kukuzelis, το λεγόμενο βαρύ πυροβολικό των blog, οι ευχές των οποίων προσδίδουν άλλη αίγλη στα σχόλια• εμπεδώνεται, έτσι, ο ιδιοκτήτης τους στο συλλογικό ασυνείδητο της μπλογκόσφαιρας ως «εκλεκτός» ή «κεχρισμένος» από την «παλιοσειρά», κάποιου τύπου πιστοποιητικό εγκυρότητας των γραφομένων του.

Είναι σαφές ότι ο μπλο κι η μπλου, έχουν ως αποκλειστική ενασχόληση την ανελέητη κριτική της επικαιρότητας, με ταυτόχρονο σχολιασμό του Παντός. Εστιάζουν κυρίως στο τηλεοπτικό ή ευρύτερα δημοσιογραφικό τοπίο, αλιεύοντας μαργαριτάρια δεξιά κι αριστερά, ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία και δευτερευόντως ο πολιτικός κόσμος δέχονται καθημερινά την διεισδυτική, ενδελεχή κριτική τους. Δεν τους ξεφεύγει ασχολίαστη, αποστροφή του αρχιεπισκόπου ή εκφραστικό ολίσθημα του πατρός Επιφάνειου.

Και ενώ ο καθημερινός άνθρωπος ζει τη ζωή του απλά, αγοράζει μια τυρόπιτα, διαβάζει μια εφημερίδα στο περίπτερο και χαζεύει τα φύλλα των δέντρων να πέφτουν, ο μπλο κι η μπλου καιροφυλακτούν, διαβλέποντας πίσω από κάθε ασήμαντο γεγονός ένα πιθανό post. Είναι, κατά μία έννοια, οι παπαράτσι του αοράτου*. Η παρατηρητικότητά τους οξύνεται σταθερά. Θα γράψω για τα φύλλα που πέφτουν, αναφωνεί ξαφνικά.(μέσα του)

Στήνεται αργότερα στην οθόνη και ξεκινά:
«Σήμερα χάζευα τα φύλλα να πέφτουν».

Δεν του αρέσει. Το ξαναγράφει με απλότητα και ζωντάνια:
«Τόσα φύλλα στη μέση του δρόμου, ρε γαμώτο. Το καλοκαίρι ξεψυχά!»

Δεν του αρέσει. Αλλάζει κατεύθυνση:
«Έξι μήνες είναι πια ο Κωστάκης μας στην εξουσία και τα φύλλα στους δρόμους δεν αξιώθηκε να τα μαζέψει. Η Ντόρα κοιτάζει πότε πότε από το παράθυρο ή κάθεται κλεισμένη στον πύργο της;»

Ούτε έτσι του αρέσει. Καταφεύγει στους Doors.

Summer almost gone
Summer almost gone
Where will we be
When the summer’s gone?

Αυτό είναι, λέει τελικά και το στέλνει με καμάρι. Ύστερα φυλάει καραούλι. "Λες να αρέσει;" αναρωτιέται, Περιμένει σαν ινδιάνος. Ανά τέταρτο ανοίγει και κοιτάει. Κάποια στιγμή βλέπει: Σχόλια 5. "Ω ρε μάνα μου, αρέσει!" σκέφτεται. Ύστερα μονολογεί: «γαμώτο», τα τρία είναι του ίδιου που τα θυμήθηκε ένα ένα, το άλλο είναι του κολλητού μου που πάντα με σχολιάζει. Σκατά. Τίποτα δεν έχω. Δεν αρέσει!".

Ύστερα τρέχει να δει τι γράψανε άλλοι μπλο και μπλου. Διαβάζει σε τίτλους:
Η Δόμνα Σαμίου και το τέλος του καλοκαιριού.
κι από κάτω: σχόλια 24.
«Ω ρε μάνα μου, τι γίνεται εδώ μέσα;» σκέφτεται πικραμένος, η.

Είναι απορίας άξιο πώς οι μπλο και μπλου βγάζουν το ψωμί τους, καθώς ζουν και αναπνέουν μόνο για να μελετούν τα blog των άλλων, να ακολουθούν τις παραπομπές τους, να εμβαθύνουν, να σχολιάζουν, να διαβάζουν απαντήσεις στα δικά τους σχόλια ή σε σχόλια τρίτων, που με τη σειρά τους σχολιάζουν άλλα σχόλια, άλλων μπλογκεράδων. Γενικά οι μπλο και μπλου σχολιάζουν ό,τι περάσει από τα μάτια τους γιατί στόχος τους είναι ακριβώς αυτό: να αυξηθεί ο όγκος της φλυαρίας στο δίκτυο.

Είναι σίγουρο ότι εργάζονται κάπου (ή είναι φοιτητές), αλλά αφενός βρίσκονται πάντα δίπλα σε ανοιχτό υπολογιστή ώστε να ελέγχουν ανά μισάωρο την ανταπόκριση και αφετέρου δεν φαίνεται να κατέχουν θέσεις υψηλής ευθύνης. Αν τύχει δε και απομακρυνθούν από την αγαπημένη τους οθόνη (λόγω μιας σύντομης εκδρομής πι χι), αναπτύσσουν έντονα στερητικά σύνδρομα. Περπατώντας στο βουνό και ενώ η παρέα ψάχνει για ταβέρνα με ξυλόσομπα, εκείνοι αναρωτιούνται μυστικά: «ο ήλιος πάει να δύσει, πόσα σχόλια να έχω άραγε;»

Υπάρχει και η κατηγορία του μπλογκερά-μέρμηγκα. (Μέχρι τώρα δεν έχει εμφανιστεί η κατηγορία μπλογκερού-μυρμήγκω.) Είναι ο ακούραστος χειρούργος του δικτύου, ο οποίος δουλεύει κυρίως με το ηλεκτρονικό τοπίο σε βαθμό εξαντλητικό. Ο αναγνώστης των blog αυτών καλείται να κατεβάσει ημερησίως ένα (διασκεδαστικό) MP3, να διαβάσει πέντε, δέκα, είκοσι, ξενόγλωσσα πολιτικά άρθρα για την πετρελαϊκή κρίση στην παγκόσμια αγορά, ή να φορτώσει ένα (διασκεδαστικό) παιχνίδι σε εννιά, μόλις, λεπτά. Ανοίγοντας τα σχόλια αυτών των blog, ενδέχεται να βρεθείς εν μέσω πυρών σχετικά με τη στάση των ελλήνων ιεραποστόλων στην Αφρική στο ύστερο Βυζάντιο- εννέα στις δέκα φορές καταλαμβάνεσαι από τον πανικό της αμάθειας.

Από εκεί και πέρα συναντά κανείς καταχωρίσεις υψηλής βιρτουοζιτέ. Ανακαλύπτουμε εδώ κι εκεί ανέκδοτες ποιητικές συλλογές ή συλλογές διηγημάτων (αλλά και νουβέλα, δοκίμιο, χρονογράφημα, ευθυμογράφημα), εκλαϊκευμένη φιλοσοφία, ψυχανάλυση για αρχαρίους, επιστημοσύνη, πολιτικό μανιφέστο, οικονομική ανάλυση και πολύ, πάρα πολύ linux. Υπερτερεί, σαφώς όμως, ο προσωπικός αναστοχασμός των πεπραγμένων της ζωής, ένα λεπτό άρωμα νοσταλγίας που επικάθεται πάνω στα post, μετατρέποντας το blog σε ένα σεντούκι με παλιές δαντέλες.

Τι τα θες, τι τα γυρεύεις. Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού, είναι κι αυτοί πλάσματα ευάλωτα, που αντί για πένα και στυπόχαρτο διαθέτουν έναν πιο σύγχρονο τρόπο να φωνάζουν καθημερινά πόσο πολύ θέλουν οι άλλοι να τους αγαπούν.

Και με αυτόν τον ωραίο συναισθηματικό τόνο, με αυτή την ξαφνική ανατροπή της διάθεσης, λέω να κλείσω την απεραντολογία μου περί μπλο και μπλου, αφού κι εγώ αποτελώ κομμάτι της ίδιας κουλτούρας, σάρκα από τη σάρκα της και δεν είναι ούτε ηθικά σωστό ούτε ωφέλιμο να παίρνω αποστάσεις.

Γι αυτό, υπομονετικέ αναγνώστη μου, και ως εξιλέωση, έγραψα ένα ποίημα που καταφεύγει σε κλασικές, μελό ευκολίες, ώστε να φανεί ξεκάθαρα πόσο ο ψύχραιμος συντάκτης του κειμένου που μόλις διάβασες, δεν είναι παρά ένα απλό, καθημερινό παιδί, γεμάτο κλισέ ευαισθησίες και πασέ στιχουργική. Κι έτσι φτάνουμε και πάλι στην ανάγκη μας για αγάπη, που λέγαμε, ας μη γινόμαστε κουραστικοί.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού
κάτι δραπέτες του εαυτού,
μες την οθόνη του μυαλού τους
γράφουν τραγούδια του καϋμού τους.

Ο μπλογκεράς κι η μπλογκερού
σκόνη και πάθος του ουρανού,
μικρό παιδί που χάθηκε
βαρκούλα που ξεχάστηκε

και πλέει μισοπέλαγα, δίχως κουπιά,
στα πέρατα
του κόσμου μας που γέρασε
ζωής που μας προσπέρασε.

Άντε. Τα μαντηλάκια σας, και για ύπνο τώρα, tough bloggers!

Διασκευή φράσης του Τζ.Μ.Κούτσι, από το βιβλίο του Ελίζαμπεθ Κοστέλο

14/10/09

Ε.Σ.Υ.


ενα μηλο
την ημερα
τον γιατρο
τον κανει περα


Του είπε

Μάθε με να επιπλέω

να μην φτάσω στον βυθό.

και ο φελλός της απάντησε

Αγκάλιασε με.

και βούλιαξαν μαζί.

13/10/09

Σκορπώ και μαζεύομαι


Mοιάζεις με ντέφι ζωγραφιστό
μοιάζω με πίθηκο
βρίζεις και απλώνεσαι σαν τρέλα
σκορπώ και μαζεύομαι σαν πραγματικότητα
με μουτζώνεις και γελάς
σε τσιμπώ και βρυχάω
σκίζεις τις ζωγραφιές σου
σπουδάζω με τις αιτίες του κακού
συνορεύεις με την Κόλαση
δηλητηρίασα τους γείτονες μου
κουρδίζεις τις κιθάρες
γυαλίζω τα τύμπανα
συλλέγεις ευαίσθητες (ατυχείς) στιγμές
ανήκω στην συλλογή σου
αντανακλάς την ευτυχία
μαλώνω με τα φεγγάρια
αγαπάς

10/10/09

Μπαλάντα της δασκάλισσας όλων των γενεών


— M’ έχει βαρύνει το ποτό κι απόψε.
Αυτή ’ναι η τελευταία μου παρτίδα.
— Δώσε μου τα χαρτιά. Μοιράζω. Κόψε.
Τσιπ. — Κι εκατό. — Κι άλλα εκατό. — Τα είδα.
— Διαβάσατε τί γράφει η εφημερίδα ;
Σκοτώσαν τη Γαβριέλλα· βράδυ Τρίτης.
Έφυγε για να βρει κι αυτή πατρίδα.
Να πάει στους ουρανούς με το μουνί της.

— Την πήδηξα. . . λοιπόν, το εξηνταδύο.
— Πεντακόσια. Για σκέψου, ήμουν παιδάκι
τότε. — Θα μπω. Σκαστός από τ’ Ωδείο
( η μάνα επέμενε να πάω )∙ λιγάκι
δείλιασα όταν πρωτόειδα το φωτάκι
κόκκινο και μουντό. Μα το κορμί της. . .
Θεέ μου, τώρα το λιώνει το σαράκι.
Μα ας πάει στους ουρανούς με το μουνί της.

— Εμπρός, συγκεντρωθείτε. Ανοίγω φύλλο.
— Πάσο. Κι εγώ το πρώτο μου γαμήσι
το ’κανα στης Γαβριέλλας. Μ’ έναν φίλο
τον Πέτρο. — Ρέστα μου. — Την έχεις στήσει.
Πάσο ταχέως. — Τα βλέπω. Κάποια δύση
την πήρα, του πενήντα. Νά, η μορφή της !
και ντάμες τρεις. Καρέ. Σ’ έχω κερδίσει.
Θα πάω στους ουρανούς μες στο μουνί της.

Κυρά των εκκλησιών και των μπουρδέλων,
σεβάσου την αρχόντισσα Γαβριέλλα∙
κι ευδόκησε στις τάξεις των αγγέλων
ν’ αριθμηθεί. Ως λαλεί μικρός προφήτης
και καταπαύει την επίγεια τρέλα,
να πάει στους ουρανούς με το μουνί της.

HΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ

9/10/09

Το χρώμα του φεγγαριού


– Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
– Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
– Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
– Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
– Τί χρώμα έχει η χαρά;
– Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
– Και η μοναξιά;
– Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
– Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
– Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
– Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
– …Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
– Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
– Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
– Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε το αστέρι… Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε …
Ζω…
– Δε φοβάσαι που θα πεθάνεις;
– Σήμερα πάντως ζω! Σου σφίγγω τα χέρια, σε κοιτάζω στα μάτια. Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάκτυλά σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σ' αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου, φίλε. Αγάπησέ το!
Συγχωρώ!
– Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις. Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιεί μια γουλιά νερό. Σ' αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα. Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη στην απόγνωση. Κι εσύ, θα 'ρθουν φορές που θα τα κάνεις θάλασσα στη ζωή σου. Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι' αυτό το τέλος του κόσμου! Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα. Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Άντε στην υγειά σου!
Ελπίζω!
– Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πίστεψε με. Αξίζει να τη ζει κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλ' αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο της ψυχής τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι από την αρχή. Τώρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Φύλαξέ τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς. Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Ένας γερο-ξεκούτης είμαι. Μα αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει.
Προχώρα όρθιος όμως. Έτσι;
– Αύριο θα 'ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου. Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο να σου πω. Έζησα τόσα χρόνια σ' αυτή τη γη. Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου. Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι. Αξίζει να ζεις μέσα στη γυάλα, από φόβο μην πληγωθείς; Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να 'χεις το θάρρος να λες «Με γεια μου με χαρά μου». Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες. Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο όταν την ζεις. Όταν κυλιέσαι μαζί της. Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα. Κράτα της αναμνήσεις σου και προχώρα… Μια περιπλάνηση είναι το διάβα μας σ' αυτό το κόσμο. Μια περιπλάνηση ανάμεσα ουρανού και γης. Άντε να πιούμε και το τελευταίο. Έχω να σηκωθώ νωρίς αύριο. Πρέπει να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές. Αλλιώς, πώς θα θυμάμαι το χαμόγελο αυτηνής της κακούργας της Μελπομένης;
Ποιός είναι ο δυνατός;
– Ποιός είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
– Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι. Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους. Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες. Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή, μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.
Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα. Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:
– Γεια σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου!
«Πρόσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την περιμένουν στη γωνία του δρόμου μ' ένα λουλούδι στο χέρι. Μπορεί να γονατίζεις, να σέρνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χάλασε ο κόσμος. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς. Τ' αγάλματα μόνο δε λυγάνε».
Ονειρεύονται… και ελπίζουν…
– Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στ' αστέρι του.
– Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
– Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.
– Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
– Όμορφη βραδιά απόψε. Άκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγει ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται…
– Σε λίγο θα ξημερώσει… Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται…

Ονειρεύονται και ελπίζουν…

Αλκυόνη Παπαδάκη

2/10/09

ΜΑΘΗΜΑ (1o) ?



Όταν εγύρισα στην πόλη
ύστερα από χρόνια σ'έρημα νησιά
βρήκα πιο εύκολο τον έρωτα
πιο δύσκολη τη συνεννόηση
τα χέρια που με χαιρετούσαν, πεινασμένα.
Πολλοί ζούσαν από ναυάγια.
Άναβαν στις γωνιές παραπλανητικά φανάρια
παραμονεύοντας ποιός θα βουλιάξει μες στην άσφαλτο.
Κ' έπρεπε ν' αντιστέκομαι ακόμα και στα πόδια μου
για να μην πάρουν βήμα κυνηγημένου αγριμιού.

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Μαθητεία ξανά (1991).


1/10/09

Moυ λείπεις


Η νύχτα απόψε παρόλο που είμαστε στο φθινόπωρο, μυρίζει γιασεμί και νυχτολούλουδο. Ευλογία. Στην Ελλάδα, στις πόλεις, στα μπαλκόνια μας, ακόμη και στις αυλές μας ζούνε νυχτολούλουδα. Ξέπνοα. Που νοτίζουν τον αέρα και μας κάνουν να ξεχνάμε τις ασχήμιες που αναπνέουμε. Που δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε τελικά.

Είναι βράδυ του Οκτώβρη, ζεστό. Ακούω ανθρώπους έξω να κάθονται στα μπαλκόνια τους μπας και ξεφύγουν από τις σκέψεις τους. Κουβεντιάζουν ήσυχα, γελούν, τρώνε κάτι, μόνοι ή με παρέα. Κάτι τέτοιες νύχτες νιώθω ένα κενό.

Δε φυσά πια.

Διάβαζα ένα κείμενό σου απόψε… με ευλάβεια, σαν να ήταν το γράμμα που περίμενα από χρόνια. Δε μιλούσες για όνειρα και χαμόγελα. Έγραφες για τους εφιάλτες σου, πλεγμένους με θάλασσες και ηφαίστεια. Για το σούρουπο και τη θλίψη του. Για μυαλά που ανοίγουν τα φτερά τους, για στιχάκια ξεχασμένα, γεμάτα αρμύρα και ήλιο που σε καίει και πας να κρυφτείς. Όνειρα με ετερόφωτα στηρίγματα.

Σου χω πει πόσο πολύ θέλω να είμαι μαζί σου;

“Και ένιωσα τόσες φορές τόσο κοντά.. Και παρέλυσα, και δείλιασα…”. Τόσες εναλλαγές συναισθημάτων. Σκέφτομαι όλα αυτά που είμαι και αυτά που δεν υπήρξα… για μένα και για σένα. Νιώθω πως η επιλογή, τελικά δεν ένα μεγάλο αδιέξοδο. Τι περίεργη έννοια που είναι η επιλογή. Είναι σαν να υπάρχει και να μην υπάρχει ταυτόχρονα. Σαν να έχεις και να μην έχεις. Και το λάθος είναι τόσο κοντά, και τόσο μακριά ταυτόχρονα. Ποιο είναι το λάθος και ποιο είναι το σωστό;

Μέρες τώρα σε κουβαλάω στο πορτμπαγκάζ της ψυχής μου. Εκεί που βάζουμε πράγματα που χρειάζομαστε… και πάντα ξέρουμε ότι είναι εκεί, ακόμα και όταν τα ξεχνάμε. Κι όμως το σημάδι σου εκεί. Είναι τώρα καιρός που έχει αρχίσει να μεγαλώνει. Σε όλες τις διαδρομές μου, στη δουλειά και πίσω. Κάπου είσαι πάντα μαζί, στις μουσικές που βάζω, στα στιχάκια που γράφω, στις βόλτες μου στην φωτισμένη πόλη. Τυλιγμένη η αποσκευή σου γύρω μου, σαν σατέν φουλάρι γύρω από το λαιμό μου.

Θα ήθελα να βγαίναμε, ή να μέναμε σπίτι. Οι κουβέντες μας να είναι γεμάτες γαλήνη. Την σκέφτομαι συνέχεια τούτη την γαλήνη. Απλή μέσα στον ενθουσιασμό της κι όμως πάντα την περιβάλει μια μαγεία. Κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω. Ίσως πάλι να το βλέπω μόνο εγώ. Μερικές βραδιές, πονάω από έρωτα. Μοιάζει σαν σχεδόν ξεχειλισμένο ποτήρι έτοιμο να σπάσει.

Από έναν έρωτα που δεν υπάρχει πουθενά στα αλήθεια.