9/3/10

Kάτι ξεχασμένα γράμματα


... σου γράφω πάλι κρυφά απ’ τον καιρό
βλέπεις δεν θέλει ο καιρός να έρχομαι σε εσένα
γιατί δεν ξέρει τι θα πει «κοντά σου ξαναζώ»
ούτε που ξέρει πως μιλούν μέσα μου τα θαμμένα

μα όσο σου γράφω γύρω μου ξεθάβονται οι ώρες
κι ακούγονται σαν σε ηχώ κάτι παλιές χαρές μας
μα λασπωμένα βήματα από μεγάλες μπόρες
θολώνουνε τη μνήμη μου, αν ήτανε δικές μας

θυμάμαι μόνο που έσκαβε επάνω μας ο χρόνος
θυμάμαι που μας έπαιρνε σιγά σιγά η συνήθεια
και έμενε στη θέση μας σαν ξένος ένας πόνος
θυμάμαι κι όσα ψέματα μας έλεγε η αλήθεια…

πες μου θυμάσαι τίποτα απ’ όσα μου λένε οι ώρες;
θυμάσαι τίνος τις χαρές λασπώσανε οι μπόρες;
γράψε μου σε παρακαλώ κι αν ήτανε χαρές μας
κείνες που λέει η ηχώ πως ήτανε δικές μας.


5/3/10

To έλαβες;



Σου ταχυδρόμησα ένα βότσαλο
χθες.

Στην άμπωτη το βρήκα
τη σαρκοφάγο κάθε πλημμυρίδας.

Ολόιδιο με πετρωμένο πρόσωπο λυγμού
απροσδιορίστου ηλικίας
– άγνωστο πότε εισχώρησε στο στέρνο μας
αυτό το θορυβώδες φέρσιμο των δακρύων
ούτε ξεκαθάρισε ποτέ
αν ο λυγμός είναι προϊόν των γεγονότων
για η κανονική ανάσα των ονείρων.

Ίδιο με πρόσωπο λυγμού.
Στενότερος του δέοντος
ο δρόμος του μετώπου
λίγο φουρνέλο στα ζυγωματικά
το στόμα λειωμένο
– είθε από τα’ ασίγαστα φιλιά
που του ‘δινε το κύμα.

Άθικτες οι κόγχες των ματιών.
Η μία μισάνοιχτη φρικιώσα
να περιγράψει τον διαρρήκτη
ή άλλη κούφια ορθάνοιχτη
να τον καθιερώσει.

Μόλις το λάβεις

εσύ που ξέρεις να πεταλώνεις χρώματα
και να δαμάζεις ποιάν απόχρωση
παίρνει το ακατόρθωτο όταν αφηνιάζει
ζωγράφισέ μου σε παρακαλώ
αυτές τις άδειες κόγχες
με χρώμα βαρύ, σιδερένιο, κλειστό
διπλαμπαρωμένο
να μοιάζουνε απόρθητες

στη μία να φυλάσσονται τ' αμέτρητα
τ' αμύθητα στην άλλη

να ξεγελιέμαι να μη βλέπω

να χάσκουν τόσο αδειανά
λεηλατημένα
αυτά τα θησαυροφυλάκια όσων είδαν

και τι δεν είδανε τα μάτια μας.


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Από την ποιητική συλλογή της «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»