29/9/09

“Κι εσύ, σαν να μιλάω…”


« Kι εσύ, σαν να μιλάω σε ντουβάρι –
ποτέ σου δεν κατάλαβες πώς νιώθω,
κι όταν ανοίγω μια κουβέντα σταματάς,
δεν θες ν’ ακούσεις – »
. … . . ……………………….. …τί ν’ ακούσω, τί να πω·
να σκύψω να φιλήσω το μουνί σου,
κι όλα θα βρουν τη θέση τους στον κόσμο.
« Ο νους σου στο μουνί – »
……………… . …….. … …….. ….. . .ποιόν ενδιαφέρουν
οι φλογεροί συναισθηματισμοί μας
κι εκείνες οι αβρές ιδανικεύσεις,
οι έρωτες, οι κρίνοι, τα σονέτα.

Και κάτω απ’ την αβρότατη επιφάνεια,
όχι πολύ βαθιά, δυο λέξεις μόνο
κάτω απ’ την επιφάνεια, το κτήνος,
το θνήσκον κτήνος – θέλει να γαμήσει,
αυτό μονάχα· όλα τ’ άλλα θα ’ναι
φαντάσματα του στερημένου ανθρώπου,
σταυροφορίες στην οθόνη τ’ ουρανού.
Αν μείνει κάτι θα ’ναι το γαμήσι.

Αν κάποιος αγαπήσει μια γυναίκα,
το σώμα μιας γυναίκας ή κι ακόμη
μέρος του σώματός της ( αυτό μόνο
ένας αληθινός ηδονοθήρας
είναι σε θέση να το καταλάβει ),
μπορεί να εγκληματήσει, να σκοτώσει
τη μάνα, τον πατέρα, τα παιδιά του•
ο Πούσκιν είχε πάθος με τα πόδια
των γυναικών κι έγραψε στίχους• άλλοι,
χωρίς να γράφουν στίχους, δεν αντέχουν
να τα κοιτάξουν καν με ηρεμία
( Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ ).

Το αιδοίο και το θαύμα μιας απόλυτης
παράδοσης στον κόλπο της γυναίκας –
αυτό ποθώ, δεν το ’κρυψα ποτέ μου·
μόνο από μένα κρύβομαι, τη βία
του κρατημένου πόθου που με πνίγει,
και πρέπει γράφοντας να εξανθρωπίσω
εικόνες άφατης λαγνείας : το μουνί,
το λαγαρό αιδοίο, ένας κόσμος
αδιάφορος στο φόβο του θανάτου.

Και τώρα μίλησέ μου εσύ για τ’ άλλα.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
Ο κρότος του χρόνου, 2007

26/9/09

Άσπρο πουκάμισο φορώ


Μπαίνω στην είσοδο και καλώ το ασανσέρ...δίπλα υπάρχει ένα διαμέρισμα..
...Ισόγειο, γυναίκα μόνη, ετών γύρω στα 60, ας την βαφτίσω Χ.
Δεν έχει φίλους, δεν έχει αντρα,...Κανέναν δεν περιμένει, ούτε κανένας την περιμένει...
είναι η συνήθης περίπτωση των βραδυνών δελτίων ειδήσεων
"Οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία γιατί από το διάμερισμα της Χ.Χ. η μυρωδιά ήταν αφόρητη..."
Την Χ. την ένιωσα πολλές φορές, όσο περίμενα το ασανσέρ να κατέβει, να με κοιτά από το ματάκι της εξώπορτάς της...
Μπορώ να φανταστώ πώς είναι το σπίτι της..
Ένα μονό κρεβάτι, ένα τραπεζάκι και πάνω του ακουμπισμένο ένα αγαλματάκι της γυμνόστηθης γυναίκας της Κνωσσού, ενθύμιο από παλιά εκδρομή στην Κρήτη,...και ένας μεγάλος καθρέφτης...
Οπωσδήποτε ένας μεγάλος καθρέφτης…
Είναι η σχέση της αυτός ο καθρέφτης...
Δεν τον χρησιμοποιεί για να καλλωπιστεί...ούτε για ενδοσκόπηση...
Κοιτιέται το πρωί για να ολοκληρώσει μπροστά του την αδιέξοδη ονείρωξή της...
Πώς αλλιώς; ..Πρέπει με κάποιον τρόπο να διπλασιάσει το ένα που είναι αυτη χωρίς όμως να σκοντάψει σε εκπλήξεις νέων γνωριμιών...
Δεν έχει ιστορία η κύρια Χ. δεν παράγει γεγονότα και αυτή είναι η ιστορία της...

23/9/09

Vagina dentata


Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ο Ισθμός της Κορίνθου. Η Πελοπόννησος ήταν ενωμένη με την στερεά Ελλάδα και όποιος ήθελε να πάει Πειραιά-Πάτρα δια θαλάσσης, έπρεπε να κάνει το γύρο της Πελοποννήσου. Είχαν εφεύρει όμως μία – κουραστική - εναλλακτική λύση. Έσερναν τα καράβια πάνω σε κορμούς δένδρων και τα περνούσαν απέναντι δια ξηράς.
Επίπονη η εναλλακτική αλλά στη διαδρομή – που κρατούσε μέρες – υπήρχαν κάτι μπουρδελάκια με κοπέλες όμορφες, πρόθυμες και περιποιητικές. Οι ναυτικοί, για ευνόητους λόγους, προτιμούσαν τον δια ξηράς δύσκολο δρόμο και οι στεριανοί έλεγαν – και είχαν δίκιο – πως «το μουνί σέρνει καράβι».

Αιώνες αργότερα, οι ναυτικοί – κυρίως οι Έλληνες – αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως μερακλήδες. Δεν υπήρχε λιμάνι που να μην έχουν και μία αρραβωνιάρα. Δεν υπήρχε πουτάνα λιμανιού που δε μιλούσε Ελληνικά. Δυστυχώς όμως, οι φορτοεκφορτώσεις των πλοίων ολοκληρώνονταν με γοργούς ρυθμούς, ενώ οι καυλοπυρέοντες ναυτικοί ήταν αχόρταγοι και ποτέ τους δεν επέστρεφαν έγκαιρα. Τα πλοία έμεναν δεμένα να τους περιμένουν. Και είχαν δίκιο οι αγανακτισμένοι καραβοκύρηδες να λένε πως «το μουνί δένει καράβι».

Μουνί ή γατάκι ή αιδοίο, ονομάζεται το σύνολο των γυναικείων εξωτερικών σεξουαλικών οργάνων, η είσοδος του κόλπου και οι γύρω περιοχές. Το αδοίο περιλαμβάνει το εφήβαιο _που βρίσκεται μπροστά_, το περίνεο, _πίσω_, ενώ δεξιά και αριστερά δεσπόζουν τα –δημοφιλή - μεγάλα και τα – λιγότερο δημοφιλή - μικρά χείλη. Ο λιπώδης ιστός και το δέρμα στην μπροστινή πλευρά του αιδοίου ονομάζεται εφήβαιο ή όρος της Αφροδίτης. Εκεί ακριβώς αναπτύσσεται τριχοφυΐα σε σχήμα τριγώνου και αποτελεί πηγή πλουτισμού για τους κατασκευαστές γυναικείων ξυριστικών μηχανών μια και το ξυρισμένο αιδοίο έχει «άλλη χάρη» όχι μόνο στις παστρικιές μα και στις τίμιες.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συνήθως αποκαλούμε μουνί δεν είναι παρά μία περιοχή εξαιρετικά ερωτογενής και ευαίσθητη στο άγγιγμα, η οποία προστατεύει το άνοιγμα του κόλπου και το στόμιο της ουρήθρας, ενώ φιλοξενεί την «ανδροπρεπή» κλειτορίδα.
Υπάρχουν αιδοία ευαίσθητα, λιγότερο ευαίσθητα, ρηχά, βαθειά, φαρδιά, στενά κλπ., όμως όλα έχουν το ίδιο σχήμα, ακόμη και τα Ασιατικά. Παρά τις διαδόσεις που θέλουν το Ασιατικό αδοίο να μην είναι έτσι (/) αλλά έτσι (-), στην πραγματικότητα, ο διάσημος αυτός τύπος αιδοίου είναι απλώς στενός (.). Δηλαδή πολύ στενός! Τόσο στενό είναι το Ασιατικό αιδοίο που θα μπορούσαμε με εγκυρότητα και αρμοδίως, να δηλώσουμε ότι ο στενότερος Ευρωπαϊκός πρωκτός είναι πιο ευρύχωρος απ΄ το πλέον ξεσκισμένο Ασιατικό αιδοίο.

Τα πιο ορατά σημεία του αιδοίου, τα εξωτερικά ή μεγάλα χείλη, εκτείνονται από τον πρωκτό έως το εφήβαιο. Ο σοφός λαός έχει τιμήσει την ειρηνική γειτνίαση με μία παροιμία:

«Από τη ζωή στο θάνατο είν΄ ένα μονοπάτι – κι΄ από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι».

Έτσι λέει η παροιμία, αποδεικνύοντας τις ιατρικές γνώσεις της λαϊκής σοφίας.
Τα εξωτερικά χείλη ή μουνόχειλα, είναι δύο πτυχές δέρματος που προστατεύουν τα εσωτερικά χείλη, τον κόλπο και την κλειτορίδα. Αποτελούνται από λιπώδεις και ινώδεις ιστούς και φέρουν θυλάκους τριχών, καθώς και σμηγματογόνους και εξωκρινείς αδένες.

Οι τελευταίοι προσδίδουν στον ιδρώτα μια ιδιαίτερη οσμή (μπλιάχ), η οποία αφυπνίζει σεξουαλικά τους βάρβαρους άνδρες με εξαίρεση εκείνους που πάσχουν από κρυολόγημα. Χάρη στα μουνόχειλα, το αιδοίον διαθέτει ξεχωριστή προσωπικότητα και φυσιογνωμία. Τα εξωτερικά χείλη είναι – σε μερικές γυναίκες - πολύ μεγάλα (Ευλαμπία βάλε βρακάκι παιδί μου. Θα σκοντάψεις και θα πέσεις!). Σε άλλες είναι μικρά έως ελάχιστα. Λέγεται μάλιστα πως το μέγεθος των χειλέων είναι ευθέως ανάλογο προς την συχνότητα αυνανισμού κατά την εφηβική ηλικία. Όπως οι άνθρωποι που έχουν μικρά χείλη είναι κακιασμένοι, έτσι και τα αιδοία με μικρά χείλη είναι φαρμακερά και ανάλγητα οι δε ιδιοκτήτριές τους αποκαλούνται φαρμακομούνες.
Ορισμένοι παρομοιάζουν τα εξωτερικά χείλη -το αριστερό είναι λίγο μεγαλύτερο από το δεξί- με το ανδρικό όσχεο. (όσχεον (το): η σακούλα που περιέχει τα αρχίδια) . Δια τούτο, στις εγχειρήσεις αλλαγής φύλλου, το όσχεον χρησιμοποιείται απ΄ τους πλαστικούς χειρούργους για την κατασκευή μουνόχειλων.

Τα εσωτερικά χείλη μολονότι δεν έχουν λίπος ούτε θυλάκους τριχών, είναι γεμάτα σμηγματογόνους αδένες που λιπαίνουν την επιδερμίδα εκκρίνοντας σμήγμα. Οι εκκρίσεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες του κόλπου και των ιδρωτοποιών αδένων, δημιουργούν μιαν αδιάβροχη ασπίδα που προστατεύει από τα ούρα, τα βακτηρίδια και το αίμα της περιόδου (μπλιάχ εγκέϊν). Παρ΄ όλα ταύτα, τίνες των ανδρών αιδοιολειχούν άκαταπαύστως και ασυστόλως χωρίς αιδώ και δίχως σιχαμάρα.

Όταν η γυναίκα διεγερθεί σεξουαλικά, τα χείλη διογκώνονται, αλλάζουν χρώμα και χοντραίνουν, αυξάνοντας ακόμα και δύο με τρεις φορές το φυσικό μέγεθός τους.

Με άλλα λόγια καυλώνουν, πράγμα το οποίο αποδεικνύει πως η καύλα, ως μεγέθους σημαντικό, δεν είναι ανδρικό προνόμιο και το παρόν ανάγνωσμα καθίσταται ιδιαιτέρως φεμινιστικό.

Η κλειτορίδα είναι το πιο ευαίσθητο όργανο του αιδοίου. Η κορυφή της καλύπτεται από μια ευαίσθητη μεμβράνη πλούσια σε νευρικές απολήξεις. Κατά τη σεξουαλική πράξη, η κλειτορίδα – όπως και το πέος - έχει στύση και υπερδιπλασιάζεται. Το μήκος της κλειτορίδας είναι δύο με τρία εκατοστά, πράγμα που την εξισώνει σε μέγεθος με μεγάλο αριθμό μικροτσούτσουνων εραστών. Θεωρείται λοιπόν, η κλειτορίδα, ως το "πέος" της γυναίκας. Μύθος άρα το penis envy.
Και σαν να μη φτάνει που το πόνημα τούτο αποδεικνύει πως οι γυναίκες έχουν πέος, καθιστά επίσης φανερό, πως οι αιδοιολειχούντες άρρενες, ουδόλως διαφέρουν από τις πεοθηλάζουσες λούγκρες.

Ωστόσο, από άποψη ανατομίας και φυσιολογίας η κλειτορίδα είναι μοναδική, καθώς δεν υπάρχει κανένα αντίστοιχο όργανο στο ανδρικό σώμα που δρα αποκλειστικά ως υποδοχέας και μεταδότης των σεξουαλικών ερεθισμάτων, προκαλώντας ή και αυξάνοντας την ερωτική διέγερση. Εξαιρείται η φαντασία….

Στο σπανιότατο είδος θηλαστικού που αποκαλείται «παρθένα», την είσοδο του κόλπου καλύπτει μια λεπτή και ευλύγιστη μεμβράνη, ο υμένας, που έχει οπές, επιτρέποντας έτσι στο αίμα της έμμηνου ρύσης να περνά. (έμμηνος ρύσις (η): περίοδος, κατά την οποία μία γυναίκα έχει τα ρούχα της).

Στα χρόνια τα παλιά τα πρόστυχα, ο υμένας ήταν ιδιαιτέρως πολύτιμος. Τόσο που θεοποιήθηκε. Ο Υμήν ή Υμέναιος ήταν στην αρχαιότητα ο θεός των γαμήλιων τελετών. Συνήθως, ο υμένας διαρρηγνύεται από τις δραστηριότητες της παιδικής ηλικίας, όπως η γυμναστική, ο χορός, η ποδηλασία, η ιππασία, η μαλακία και άλλα ή ακόμα και από τη χρήση ταμπόν. Ακόμη και όταν έχει παραμείνει άθικτος, σπάνια η πρώτη διείσδυση είναι τόσο οδυνηρή όσο την παρουσιάζουν τα διάφορα αναγνώσματα.
Με άλλα λόγια, όποια κάνει την παρθένα και προσποιείται ότι πονάει, παίζει θέατρο και ενδεχομένως να είναι ευρύπρωκτη.

Ο κόλπος είναι ένας μεμβρανώδης και μυώδης σωλήνας με μήκος οκτώ περίπου εκατοστών, αλλά διαθέτει μιαν εξαιρετική ικανότητα για διαστολή, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται απόλυτα σε πέη όλων των διαστάσεων ακόμα και XXL.
Αν η διείσδυση γίνει προτού ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του μήκους και της διαμέτρου του κόλπου, η ιδιοκτήτρια του αιδοίου (συνήθως αποκαλείται γυναίκα), πονάει και σκούζει. Δια τούτο άλλωστε ο άντρας ο σωστός ο πρόστυχος, δεν τσιγκουνεύεται τα προπαρασκευαστικά παιχνίδια. Εξαιρούνται βεβαίως οι διεισδύσεις των Κινέζων (συνήθως 4-5 εκ.) οι οποίες αφενός δεν προκαλούν πόνο, αφετέρου προκαλούν γέλωτα, και φυσικά δεν χρήζουν προπαρασκευαστικών παιχνιδιών.
Πάντως ο κόλπος, ύστερα από μερικές παλινδρομικές κινήσεις, φαρδαίνει, και το πέος, όποιες και αν είναι οι διαστάσεις του, εισχωρεί με ευκολία και άνευ σιέλου.

Εξ΄ ού και η παροιμία, «το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει».

Το κακό είναι πως όσο ανεβαίνει το θερμόμετρο της σεξουαλικής διέγερσης, ο κόλπος μακραίνει και μεγαλώνει η διάμετρός του, με αποτέλεσμα οι μικροτσούτσουνοι να βγαίνουν εκτός παιγνίου μια και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.
Φράσεις όπως «δεν έχει σημασία το μέγεθος» ανήκουν σε κακογαμημένες και στερημένες γυναίκες.

Από επιστημονικής απόψεως, θα μπορούσε κανείς να πει πως το αιδοίο είναι όργανο αδηφάγο, αχόρταγο και αχάριστο. Και αυτό διότι η ελλειπτική διαστολή του μειώνει την ένταση του σεξουαλικού ερεθισμού του πέους και ελαττώνει την κολπική ηδονή της γυναίκας, δημιουργώντας μάλιστα την εντύπωση ότι ένα ΧΧL πέος σε στύση είναι "χαμένο στον κόλπο". Σε κάτι τέτοιες στιγμές, οι γυναίκες φωνάζουν «και τα ΄ρχίδια μέσα ρεεεε!». Σε κάτι τέτοιες στιγμές γεννήθηκε και η παροιμία «όταν υπάρχει καλή διάθεση, δέκα καλοί χωράνε».

Τα εσωτερικά τοιχώματα του κόλπου είναι παχιά και δημιουργούν πτυχές, τις κολεϊκές ρυτίδες, που είτε εκτείνονται κατά μήκος είτε είναι οριζόντιες. Τα κύτταρά τους περιέχουν γλυκογόνο, ένα είδος αμύλου, με αποτέλεσμα η αιδοιολειχία να καθίσταται παχυντική. Με τη ζύμωση, τα βακτηρίδια που είναι εγκατεστημένα στον κόλπο παράγουν γαλακτικό οξύ. Αυτό ρυθμίζει πόσο όξινα πρέπει να είναι τα υγρά στην περιοχή. Το όξινο περιβάλλον είναι απαραίτητο για την υγεία του κόλπου και εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηριδίων και καθιστούν – σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα - την αιδοιολειχία ακόμα αηδιαστικότερη. Τα εσωτερικά τοιχώματα του κόλπου δεν περιέχουν αδένες, παρ όλο που ο ίδιος ο κόλπος υγραίνεται, όταν η γυναίκα διεγείρεται σεξουαλικά. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες τα κύτταρα που αποβάλλονται από τα εσωτερικά τοιχώματα του κόλπου, μαζί με τη βλέννα που εκκρίνεται από τον τράχηλο, καθώς και τα σταγονίδια που προέρχονται από τον κόλπο, αποτελούν τα κολπικά υγρά, που είναι άχρωμα και άοσμα.

Κατά μήκος του κόλπου υπάρχει ένας υποβλεννογονιακός ιστός, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία. Με τη δράση του ανοίγει ή κλείνει το εσωτερικό του κόλπου. Μέσα στο επάνω τμήμα του κόλπου, ακριβώς πίσω από το ηβικό οστούν, λέγεται ότι υπάρχει μια περιοχή από σηραγγώδη ιστό που, όταν ερεθιστεί, προκαλεί ένα διαφορετικό είδος οργασμού. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως "σημείο G. Πολυετείς έρευνες του γράφοντος απέδειξαν αρμοδίως ότι το σημείο αποτελεί παραμύθι που έχουν εφεύρει οι ανοργασμικές για να κάνουν τις καλογαμημένες να σκάσουν απ΄ τη ζήλεια τους.
Γενικά και εν κατακλείδι, το αιδοίο αποτελεί κοινή καταγωγή και κοινό στόχο των ανθρώπων.
Άνδρες γυναίκες ασχολούνται μαζί του.
Οι μεν άνδρες με σκοπό να το κατακτήσουν, οι δε γυναίκες με σκοπό να το καταστήσουν παγίδα.
Οι άνδρες δουλεύουν, κλέβουν και εξαπατούν για να βγάλουν λεφτά και με τα λεφτά αγοράζουν κότερο που ως γνωστό είναι μεγάλη μουνοπαγίδα.
Οι γυναίκες κάνουν δίαιτα, βάφονται, φτιασιδόνονται, ξυρίζουν το όρος της Αφροδίτης και τα πόδια τους με σκοπό να καταστίσουν το αιδοίο τους πεοπαγίδα .
Κατόπιν αφήνουν την πεοπαγίδα τους να πιαστεί στη μουνοπαγίδα (κόλ μι κότερο) .
Φαύλος κύκλος το αιδοίο. Κάτι σαν τη Ρώμη. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί.

Οι αρχαίοι ημών είχαν πλήρως αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του αιδοίου και είχαν γεμίσει τα ιερά με τις λεγόμενες ιερόδουλες. Η μήτρα υπήρξε ανέκαθεν ιερή. Η θεά Δή-μητρα (η μήτρα της γης) χάριζε στους θνητούς όσα οι Θεοί ήθελαν για πάρτι τους αποκλειστικά. Όμως αυτά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Το παρόν πόνημα κλείνει με μία διαπίστωση, αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας.
Το αιδοίο παρότι έχει χείλη, δεν ομιλεί.
Ευτυχώς.
Διότι αν το αιδοίο είχε φωνή, θα είχε πολλά να πει για την κυρά του, ελάχιστα για τον κύρη της κυράς του, και μερικά για τον κουμπάρο.
(κουμπάρος (ο): εκείνος ο οποίος ερωτοτροπεί με παντρεμένες., δηλαδή γαλατάς, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος κλπ)

Υ.γ. Μπαμπινιώτη σ΄ έσκισααααααα…
Υ.γ.2 Το ανωτέρω πόνημα ενεκρίθη από την Ακαδημία Αθηνών

22/9/09

Η επιθυμία σε pixel


Χειμώνιασε και στο Hotel Memory οι ένοικοι μαζεύονται νωρίς στα δωμάτιά τους και σερφάρουν στο διαδίκτυο. Διαβάζουν blogs και προσπαθούν να εντοπίσουν τους bloggers που πάσχουν από τα λεγόμενα "Θανάσιμα Αμαρτήματα". Προσπαθούν να ξετρυπώσουν τον κατεξοχήν πάσχοντα και αστείο blogger. Λάγνος, λαίμαργος ή ματαιόδοξος; Μπορεί και τα τρία…

Λέξεις σωτέ, λέξεις φλαμπέ, λέξεις ψιλοκομμένες, λέξεις σε γλάσο βαλσαμικού, λέξεις καραμελωμένες…λέξεις τηγανητές, λέξεις μαριναρισμένες στο κρασί ή το ουίσκι…λέξεις ψητές, λέξεις ζυμωμένες, λέξεις ζαχαρωτές… Λέξεις, λέξεις, λέξεις..

Λόγος μακροπερίοδος· δίνει ένταση και τονίζει καλύτερα το απνευστί. Το απνευστί αρέσει πολύ σ' αυτόν τον μπλόγκερ. Στην αρχή τα επιρρήματα, πρώτα αυτά του χρόνου και στη συνέχεια τ'άλλα, του τόπου· κάπου στη μέση το ρήμα κολλητά με το υποκείμενο για να δίνει την αίσθηση της κορύφωσης. Στ' αποσιωπητικά, ακούω μια ανάσα μισοναζιάρικη, μισοπαραπονιάρικη, κάτι σαν αναστεναγμός ικανοποίησης.Ενίοτε χρησιμοποιεί φράσεις κοφτές: μία λέξη σωτέ που ακολουθείται από μια φλαμπέ και η φράση τελειώνει με μια λέξη καραμελωμένη…

Φιλί πεταχτό; Πιπίλισμα του κάτω χείλους ή μια δαγκωνιά στο λαιμό; Αναρρωτιέμαι αν του αρέσει το στακάτο πιο πολύ από το απνευστί αλλά αμφιβάλω αν ξέρει και ο ίδιος…

Λέει πως γράφει σ'ενα λάπτοπ, ίσως στο κρεβάτι του. Θα τεντώνεται λίγο κουρασμένος. Πρέπει να είναι κουραστικό να σωτάρεις, να φλαμπάρεις, να καραμελώνεις 1000 τόσες λέξεις, είναι και πολυλογάς. Πετάγεται αλαφιασμένος όταν συνειδητοποιεί ότι εκείνη δίπλα του έχει αποκοιμηθεί.

"Μα πότε κοιμήθηκε;".

Μάλλον όταν σωτάριζε το τροπικό επίρρημα για το δεύτερο απνευστί. Εκνευρίζεται. Δεν του αρέσει να ξεμένουν στο κρεβάτι του, κάπως έτσι αρχίζουν τα πολλά κολλητιλίκια. Να την ξυπνήσει για να την ξαποστείλει, αποκλείεται! Αυτός, ένας δανδής; Jamais! Την αγκαλιάζει απαλά και χώνει τη μύτη του στα μαλλιά της, στη βάση του σβέρκου της.

"Μμμμ…Ωραία είναι! Μήπως την πάρω αγκαλιά και κοιμηθώ; Μήπως μετανοήσω για το λάγνο αμαρτωλό παρόν ξεπλένοντάς το στο καθάριο ρυάκι του "μανικού έρωτα;" αναρρωτιέται αυτοσαρκαστικά.

Ο εξαγνισμός στα καθάρια ρυάκια του έρωτα και η μετάνοια αναβάλλονται επ'αορίστω. Αρχίζει να τη φυλάει απαλά στο λαιμό με "άγριες διαθέσεις" αλλά εκείνη διαμαρτύρεται.

" Όχι τώρα! Κοιμάμαι! Μα τί λαίμαργος που είσαι τέλος πάντων!"

Λαίμαργος αυτός; Ο λάγνος;! Μα γιατί τον βρίζει;

Τη σκεπάζει προσεκτικά, σηκώνεται από το κρεβάτι στις μύτες των ποδιών του και κουβαλώντας το λαπτοπ και μια κουβέρτα, βολεύεται στον καναπέ. Κάνει Log-In στο μπλογκ , επιλέγει "new post" κι αρχίζει:

Λέξεις σωτέ, λέξεις φλαμπέ, λέξεις ψιλοκομμένες, λέξεις σε γλάσο βαλσαμικού, λέξεις καραμελωμένες…λέξεις τηγανητές, λέξεις μαριναρισμένες στο κρασί ή το ουίσκι…λέξεις ψητές, λέξεις ζυμωμένες, λέξεις ζαχαρωτές… Λέξεις, λέξεις, λέξεις…

Αθήναιου Βορβορυγμοί

18/9/09

Έλα να καίμε από ζωή


Περάστε.
Είμαστε ανοιχτά.
Παρακαλώ;
Α, όχι, δεν αγοράζουμε συναισθήματα.
Πώλησις μόνο.
Μα πως, έχουμε περίσσευμα.
Πλεόνασμα, ακριβώς αυτό!
Οι οικονομικοί όροι, ξέρετε... δύσπεπτοι.
Δείτε! Μια ματιά στα ράφια...
Θυμός, οργή, φόβος, φθόνος,
αποδοκιμασία, αηδία, μίσος, α, όχι.
Μόνον αγάπη διαθέτει το κατάστημα.
Βεβαίως και για συνεστιάσεις, αστειεύεστε;
Παρακαλώ, ο κύριος;
Εύκαιρη αγάπη σε πακέτο, σαφώς.
Να σας πω πως μας συνέβη.
Μπουχτίσαμε ξέρετε. Ξεχείλισε η αγάπη.
Εγώ; Υπάλληλος, ναι.
Προσωπικό.
Εργάζομαι.
Επί προσωπικού.
Ιδέα της ιδιοκτήτριας.
Λογικόν! Σου λέει:
Έχω αγάπη, μα να την κάνω τι;
Να την δώσω που;
Δεν υπάρχει κανείς. Λοιπόν;
Να την χωνέψω, να την εξατμίσω, να την εξαφανίσω;
Να την πουλήσω.
Την θέλει κάποιος;
Η κυρία; Πάρτε, δοκιμάστε.
Δείγματα δωρεάν, όχι.
Ούτε παράδοση κατ' οίκον.
Ναι, είμαστε εκτός κέντρου επίτηδες.
Όρος.
Και Όρος.
Να το(ν) σκαρφαλώσετε.
Να κοπιάσετε για να την αποκτήσετε.
Να περπατήσετε.
Όχι, δεν έχουμε ζύγι, υπολογίζουμε με το μάτι.
Ορίστε; Αν στοιχίζει πολύ;
Μα η αγάπη πληρώνεται πάντα.
Ακριβοπληρώνεται.
Μετρητοίς βέβαια, μόνο.
Κι αν δεν είστε άξιός της,
δεν δεχόμαστε επιστροφές.
Πως; Εμπορευματοποίηση;
Σκοπιμότητες και συμφέροντα;
Τι μας λέτε!
Η μεγαλύτερη υποκρισία στην αγάπη κύριε,
είναι η δήθεν ανιδιοτέλεια.
Ο επόμενος παρακαλώ;

Οι λέξεις φταίνε…
Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα
ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν

(Κ.Δημουλά)

Ποταμώ γαρ, ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ
Ποτέ δεν κολυμπάμε στο ίδιο ποτάμι δεύτερη φορά

Ηράκλειτος

Ώρες-ώρες σκέφτομαι,
αν είχα μόνο μια βραδιά μαζί σου
δεν ξέρω αν θα 'θελα περισσότερο
να σε ακούω να μου μιλάς
ή να σε νιώθω να τρέμεις από κάτω μου,
αψέντι μου...

15/9/09

To φευγιό


Βαριά τον φέρναν τα βήματά του εκείνο το άνυδρο πρωινό. Βαριά και κουρασμένα. Ατένιζε μπροστά του δρόμο μακρύ και αγνώριμο. Απρόσωπο τοπίο, τραχιά η μέρα ξημέρωνε πίσω από το βουνό. Ο ήλιος ξεπρόβαλε δειλά δειλά τις πρώτες του αχτίδες που κοντοστέκονταν για να σιγοψιθυρίσουν μια καλημέρα στα δροσερά φυλλώματα των πυκνών δένδρων. Βαριά η καρδιά και άτυχη ζωή, μισερή.

Τίποτα πια δεν τον κρατούσε εκεί πίσω.

Όλα τα είχε αφήσει όπως ήταν το βράδυ εκείνο, δεν είχε πειράξει ούτε μια στάλα αναμνήσεις. Έριξε μαύρη πέτρα στην ψυχή, στο σπιτικό, στον κόσμο που του θύμιζε πόσο εύκολα και πόσο ξαφνικά μπορούν ν’ανατραπούν όλα, να γίνουν μάταια, ανεπιθύμητα, βασανιστικά. Μαύρη πέτρα σε κάθε του βήμα, που χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, τον είχε βγάλει σ’αυτό το δρόμο τον τρομερό, τον γκρίζο.

Ξανακοίταξε με δυσπιστία τις ηλιαχτίδες που καθυστερούσαν στο μαγικό παιχνίδι με τα φυλλώματα, θαύμασε την ισορροπία, την ανεμελιά, την πολυτέλεια της αδιαφορίας που μόνον η τελειότητα της φύσης είχε το μοναδικό προνόμιο ν’απολαμβάνει.

Σάστισε... Πώς είχε βρεθεί μέχρι εκεί; Γιατί;
Τίποτα δεν θυμόταν από το μοναχικό ταξίδι, από την εγκατάλειψη, το φευγιό.

Το μυαλό είχε κολλήσει σ’εκείνη την εικόνα, όταν ασάλευτη μαρμαρωμένη την είδε να τον κοιτά στα μάτια με το πικρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη τα ροδιά. Οι μνήμες ταράχτηκαν, τα πάντα σάλεψαν γύρω του ειρωνικά. Τα βήματα τον είχαν φέρει μέχρι εκεί, σ’ αυτόν τον άγνωστο για κείνον τόπο, που τον καλούσε προκλητικά.

Τώρα τα πόδια αλάφρυναν, πήρε ασυναίσθητα τον ανήφορο προς το βουνό. Τα βήματα στην αρχή ήταν βαρύθυμα, αργά κι αναποφάσιστα.

Τι γύρευε εκείνος από κει; Τι περίμενε να βρει στην άλλη άκρη;

Συνέχισε την πορεία του αφηρημένος, άβουλος, σα μαγνητισμένος. Όλο κι ανέβαινε το βουνό σαν κάτι να τον τραβούσε. Κάτι απίστευτο που ανάσαινε ανάμεσα από τα φύλλα των δένδρων, κάτι μαγικό που λαμπύριζε μαζί με τις δυνατές τώρα πια αχτίδες του ήλιου βασιλιά, κάτι ονειρικό που κυλούσε στην ψυχή κι απάλυνε τον πόνο. Συνέχισε πεισματικά, βρήκε το μονοπάτι για την κορφή.

Η κορφή είναι πάντα ο στόχος.

Το απροσδιόριστο του ‘δινε δύναμη, έβαλε στα πόδια φτερά. Κάτι τον έσπρωχνε προς τα πάνω.

Κοίταζε το θάμα από ψηλά. Μπρος του απλώνονταν μια πολιτεία. Μια πολιτεία μικρή, ένας κόσμος καινούργιος, κατάλευκος, ελπιδοφόρος. Πήρε ανάσα βαθιά, έβαλε στα πλεμόνια του την αύρα του Θεού, ένιωσε τον άνθρωπο να ξαναζωντανεύει βαθιά μέσα του. Και τότε γύρισαν τα παλιά τα όνειρα, οι ελπίδες, φούντωσαν οι πόθοι και τα πάθη, ξύπνησε η ίδια η ζωή. Αντίκρισε σαν όραμα το νιο τον ετοιμοπόλεμο, τον έτοιμο ν’ αδράξει τη ζωή και να τη δαμάσει. Οσφρίστηκε όλες τις αποχρώσεις των λουλουδιών και των δένδρων, με όλη τη δύναμη των αισθήσεών του.

Εκεί, πάνω στο βουνό ήταν ο στόχος. Ο στόχος είναι πάντα ψηλά, πάντα άπιαστος και όμως πάντα τόσο κοντινός. Ένιωσε τη ζωή να γυρίζει προς τα πίσω, ένιωσε την πραγματικότητα να σβήνει και το όνειρο να ψάχνει να βρει την πραγματικότητα.

Αργά και σταθερά, πήρε το δρόμο προς τα κάτω. Τα βήματα πάλι τον οδηγούσαν μόνα τους, προς το μεγάλο δρόμο που ένωνε την πολιτεία με το βουνό. Τα πάντα γύρω του ήταν πλέον διαφορετικά. Κάθε του βήμα μια απόφαση, κάθε του σκέψη μια ελπίδα. Ώρα πολύ έκανε ν’αφήσει το βάρος πίσω του, τα χρόνια τα απελπιστικά και τα χαμένα, μέχρι που ο γκρίζος δρόμος φάνηκε να οδηγεί ξανά τα βήματά του, λιγότερο άγνωστος και λιγότερο απειλητικός.

Ο ήχος ενός αυτοκινήτου ακούστηκε να σταματά ακριβώς δίπλα σου.

– «Πας πουθενά να σε πάρω, πατριώτη;» έφτασε άξαφνη η ερώτηση στ’αυτιά του.

Μια πόρτα ανοίχτηκε στα καινούργια όνειρα. Ένας άνθρωπος άγνωστος, χαμογελαστός, με τα βάσανα και τη μοναξιά των ατέλειωτων δρόμων χαραγμένα στο πρόσωπό του. Οδηγούσε ένα μεγάλο αυτοκίνητο φορτωμένο ξύλα, κορμούς θανατωμένους από την πληγωμένη πλευρά του βουνού, εκείνη την άλλη πλευρά που εκείνος δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει.

Πάντα υπάρχει μια πληγωμένη πλευρά που ίσως δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Τον ακολούθησε βουβός κι ανέκφραστος, και φοβισμένος. Η πολιτεία ήταν ακόμη πολύ μακριά και σε αυτό το άγνωστο είχε εναποθέσει τώρα πια όλες του τις ελπίδες.

– «Μοιάζουνε χίλια χρόνια που κάνω αυτό το δρομολόγιο», ακούστηκε η φωνή του ανθρώπου που αναζητούσε συντροφιά.

– «Δεν έχω δει ποτέ μου πεζοπόρο σε αυτήν την ερημιά».

– «Ίσως δεν έχεις ξαναδεί έρημο άνθρωπο», άκουσε τον εαυτό του να λέει και παραξενεύτηκε με το θάρρος του και την αποκοτιά να μιλήσει τόσο απότομα, μα και τόσο ανοιχτά σ’ έναν ξένο.

– «Βλέπω την αφεντιά μου κάθε μέρα στον καθρέπτη», είπε και γέλασε δυνατά. «Κόψε φάτσα για μόστρα!»

Ο άνθρωπος που αναζητούσε τη συντροφιά αυτοσαρκάζονταν με τρανταχτό γέλιο, κι εκείνος άφησε ένα διστακτικό χαμόγελο να ζωγραφίσει τα σφιγμένα του χείλη.

– «Πόθ’ έρχεσαι, πατριώτη;». Δεν ήξερε τώρα τι να πει, αν έπρεπε να πει, πώς να το πει. Ένας άνθρωπος που ζητούσε συντροφιά ήταν κι ο ίδιος.

– «Εκεί ψηλά από το βουνό», ψιθύρισε διστακτικά.

– «Από το βουνό, λοιπόν. Πάρε μια φούχτα αμύγδαλα, θα σε τονώσουν μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο χωριό. Φαίνεσαι κουρασμένος».

Ο άνθρωπος συνέχισε να οδηγεί το βαρύ φορτίο, του αυτοκινήτου του και της ψυχής.

Έπεσε για λίγο απειλητική η σιωπή. Η σιωπή όμως δεν αντέχει πολύ ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αναζητούν κι οι δυο τη συντροφιά.

– «Από το βουνό, λοιπόν, πατριώτη!

Δρόμος μακρύς, ατέλειωτος, που πάντα μοιάζει ολόιδιος, και όμως τόσο διαφορετικός»...


13/9/09

Μια φορά και δυο καιρούς...



Κατέβαινα με το λεωφορείο της γραμμής τη Βασιλίσσης Όλγας στη Θεσσαλονίκη και κοιτούσα έξω από το παράθυρο.
Ήμουν όρθιος, κρατημένος από τη χειρολαβή και καθώς πήγαινα πέρα - δώθε, είχα την ψευδαίσθηση ότι δεν σκαμπανέβαζα εγώ, αλλά οι πολυκατοικίες που ήταν αραδιασμένες στα πεζοδρόμια η μια πλάι στην άλλη, σαν να έπεσαν απ' τον ουρανό και στάθηκαν όρθιες. Οι περισσότερες ήταν γκρίζες, που με τα χρόνια έγιναν ακόμη πιο γκρίζες από τα καυσαέρια που ρουφούσαν μέρα - νύχτα και μοιάζουνε σήμερα με παχιές γερόντισσες. Φαινόταν σαν να μην υπάρχουν άνθρωποι πίσω από τα παράθυρα, όπως δεν υπήρχε και τίποτα βασιλικό μπρος από τα παράθυρα.

Θα πρέπει να ήταν τη δεκαετία του '50 όταν άρχισαν ξαφνικά να φυτρώνουν η μια πλάι στην άλλη, προσπαθώντας να φτάσουν τον ουρανό. Πήγαινα Γυμνάσιο τότε και κατεβαίναμε από τα κάστρα για να τις δούμε και να τις θαυμάσουμε. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ακόμη Άνω και Κάτω Πόλη, υπήρχε μόνο φτώχεια και πλούτος. Υπήρχε Τσιμισκή και Γεντί Κουλέ. Οδό με βασιλικό όνομα δεν έβλεπες πάνω από την Εγνατία, αλλά ούτε και χρειαζόταν να δείξεις λεφτά για να φανούν τα πλούτη σου, αρκούσε να πεις μόνο πού μένεις. Εγώ έλεγα στα κορίτσια «κοντά στον Άγιο Δημήτριο» και ησύχαζα. Μπορεί να μην έλεγα την «καθαρά αλήθεια», όμως ούτε και ψέματα έλεγα, γιατί με πέντε λεπτά τρέξιμο βρισκόμουν από την εκκλησία στο σπίτι μου. Ήμασταν σίγουροι ότι στις πολυκατοικίες μένουν μόνο όμορφα κορίτσια, τα σκάρτα μένανε στις αυλές μας. Πού να μένουν άραγε σήμερα; Ξέρω ότι εκείνα από τις αυλές της γειτονιάς μου παντρεύτηκαν κι έκαναν οικογένειες, τα άλλα όμως, εκείνα που κοιτούσαν πρώτα τα ρούχα σου για ν' αποφασίσουν αν θα σου μιλήσουν ή όχι, τι να γίνανε; Να γέρασαν άραγε κι αυτά μαζί με τις γκρίζες πολυκατοικίες;

Συνέχιζα να κοιτώ έξω από το παράθυρο του λεωφορείου και να τραμπαλίζομαι μπρος - πίσω, με τα μάτια μου να ανεβοκατεβαίνουν τους οκτώ ορόφους σαν ασανσέρ. Τίποτε, ψυχή δεν φαινόταν. Ούτε ένα ρούχο κρεμασμένο στο μπαλκόνι, ούτε μια γλάστρα, έτσι, για να καταλαβαίνει ο άλλος ότι εδώ κάποιος μένει. Εκτός και αν τα κρεμάνε από την πίσω μεριά, σκέφτηκα, για να μην τα πιάνουν το δηλητήριο και η μπόχα που αναδίδονται από τον δρόμο. Μόνο κάτω στο ισόγειο έβλεπες κίνηση, αλλά εκεί βρίσκονται μαγαζιά και μπαινοβγαίνουν άνθρωποι, δεν μπαίνουν για να κοιμηθούν, ούτε να μαγειρέψουν, ούτε για να κάνουν έρωτα.

Κάποτε σ' αυτόν τον δρόμο μένανε οι προύχοντες της πόλης σε πανέμορφα σπίτια, με ωραίες αυλές και το τραμ να κουδουνίζει στον δρόμο. Το ότι σώθηκαν μερικές απ' αυτές τις βίλες και τις βλέπεις κάθε τόσο μέσα από το λεωφορείο να φανερώνονται μπροστά σου στολισμένες και ντροπαλές κάνει ακόμα πιο μίζερες τις πολυκατοικίες και ακόμη πιο εμφανές το τότε και το τώρα των ανθρώπων. Μπορεί εμείς την εποχή εκείνη να μέναμε σε φτωχογειτονιές, αλλά οι άνθρωποι νοιάζονταν τα σπίτια τους σαν παιδιά τους. Τα άσπριζαν, τα βάφανε, τα στόλιζαν με λουλούδια και τα βράδια κάθονταν έξω από τις πόρτες για να καλησπερίζουν και να χαριεντίζονται με τους περαστικούς, όχι για να παρακολουθούν βουβοί και μισοκοιμισμένοι την τηλεόραση.

Τώρα οι απόγονοι εκείνων που σήκωσαν στη Βασιλίσσης Όλγας τις πολυκατοικίες χτίζουν κουκλίστικα σπιτάκια στις παλιές μας γειτονιές. Ελάχιστα απ' αυτά κατοικούν οι ίδιοι, οι περισσότεροι τα νοικιάζουν σε φοιτητές που αντέχουν και μπορεί να διασκεδάζουν κιόλας το στρίμωγμα στα μικρά τους δωμάτια. Από τους παλιούς μόνο δυο - τρεις οικογένειες απόμειναν εδώ, οι άλλοι μένουν σε βίλες ή σε διαμερίσματα πέρα μακριά. Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, άντρες και γυναίκες ανεβοκατεβαίνουν με Ι.Χ. και ποτέ δεν πρόκειται να τους γνωρίσεις για να τους χαιρετήσεις. Ωστόσο, όσο προχωράς μέσα στην οδό Μουσών, οι άνθρωποι αλλάζουν, μιλάνε τη γλώσσα τους όπως εμείς κάποτε τη δική μας, τα σπίτια είναι τα ίδια που μέναμε κι εμείς και οι καλησπέρες τους ίδιες με τις δικές μας.

Η ζωή κάπου συνεχίζεται κι όποιος θέλει την ακολουθεί.

Όποιος δεν θέλει, κάθεται και περιμένει να τον ακολουθήσει.




Του ΑΝΤΩΝΗ ΣΟΥΡΟΥΝΗ

11/9/09

Η δημιουργία του πάθους


«…Αγάπη είναι αυτό που δεν πρέπει να καταλάβεις…»

Στην αρχή ήτανε το χάος και μέσα στο χάος ο Θεός. Μήτε κοιμότανε, μήτε ξυπνούσε, βοσκούσε το διάφανο σκοτάδι κι έτρεφε την ανυπαρξία του. Κάποτε ήρθε η Νύχτα, τον κύκλωσε ερεθισμένη, τον βούτηξε μέσα στη μαυρίλα της, άρχισε να τον γλείφει με τις χίλιες γλώσσες της. Μια πρωτόφαντη γλύκα φούντωσε τότε τον Θεό, η γκάβλα τον αλάλιασε, γίνηκε κάψα, γίνηκε δίψα και πόθος, τρέλα και πεθυμιά θανάτου.

Από τούτη την γκάβλα ξεκίνησαν όλα.

Άρχισε, λοιπόν, να σβαρνιέται πίσω-μπρος, να χτυπιέται με λύσσα, να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του, να ζουλιέται αφρισμένος με τα πέπλα της νύχτας. Κάποτε τινάχτηκαν τα υγρά του κι έλαμψε ο κόσμος.

Έτσι εγένετο φως. Κι έτσι γέμισε το στόμα του με την πίκρα του θανάτου.

Τότε θέλησε να πιει νερό για να πλύνει την πικρίλα, τότε θέλησε θάλασσες και ποτάμια, τότε θέλησε στεριά για να μπορεί να ξαποσταίνει, θέλησε ουρανό για να ελπίζει, άστρα για να τα βλέπει και να ονειρεύεται, δέντρα για να χαίρεται τον ίσκιο τους, λουλούδια για να ρουφά τη μυρωδιά τους, πρόβατα για να πίνει το γάλα τους και φίδια. Πάντοτε είναι χρήσιμα τα φίδια.

Και μια και δυο, τα έφτιαξε όλα αυτά κι έφτυσε σάλια στον αέρα και γεννήθηκαν οι άγγελοι για να μεταφέρουν τη σοφία του πάνω στα πράγματα.

Κι έπειτα θέλησε το δειλινό κι έβαλε τον ήλιο να βασιλέψει στον ορίζοντα. Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού και είδε... κόκκινος ουρανός, κόκκινη γη, κόκκινη θάλασσα, θάνατος και ανάσταση του κόσμου.

Τότε δάκρυσε ο Θεός και μαζί με το δάκρυ του τον γέμισε η μοναξιά.

Είναι στ' αλήθεια φοβερή ετούτη η μοναξιά, χειρότερη από την ανυπαρξία, χειρότερη από το τίποτε, κι οι άγγελοί μου είναι μονάχα μαντατοφόροι, έτσι σκέφτηκε κι έφτυσε το σάλιο του στη λάσπη.

Και από τη λάσπη έφτιαξε έναν άντρα που σπέρνει. Κι από τη λάσπη έφτιαξε και μια γυναίκα που οργώνεται. Κι έπειτα γέμισε με αέρα τα πνευμόνια του, για μια στιγμή συλλογίστηκε τι πήγαινε να κάνει. Ας είναι, μονολόγησε, οι άνθρωποι θα σκουπίζουνε τα δάκρυά μου και θα γιατρεύουν τη μοναξιά μου. Κι άμα σηκώσουνε κεφάλι, τους συντρίβω.

Κι έπειτα τους φύσηξε και τους ζωντάνεψε...

Έτσι έγιναν τα πράγματα και συναντήθηκε η Νύχτα με τον Θεό και τον γκάβλωσε και φτιάχτηκε ο κόσμος κάτω από τον Θεό και ο άνθρωπος πάνω στον κόσμο. Κι άρχισε τότε η ιστορία, δηλαδή ο αγώνας * για ελευθερία και θάνατο.

Στην αρχή ήτανε μόνοι τους εκείνοι οι δυο. Η Εύα και ο Αδάμ. Τους είχε ο Θεός να βλέπουνε μαζί του το δειλινό και να σκουπίζουνε τα δάκρυά του κι όλον τον υπόλοιπο καιρό τούς πρόσταξε να κοιμούνται μέσα στον παράδεισό του· κυρίως να μη γυρίζουν ανάμεσα στα δέντρα κι απλώσουνε το χέρι τους στον Απαγορευμένο Καρπό. Γιατί η γκάβλα θα τους ελευθέρωνε από την εξουσία του.

Κι οι δυο πρωτόπλαστοι, λοιπόν, υπηρετούσαν τυφλά τον Κύριό τους· μ' ένα του νεύμα σηκώνονταν, μ' ένα βλεφάρισμά του έπεφταν μπρούμυτα καταγής. Κι όποτε ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα, έμεναν ακίνητοι, μην τυχόν και αλλάξουν θέση και παρακούσουν έτσι το πρόσταγμα του Θεού.

Κάποτε φάνηκε το φίδι. Ήτανε νύχτα και σύρθηκε στο ανάμεσό τους· γύρισε πάνω στην Εύα, γλίστρησε στο λαιμό της, τύλιξε τα στήθη της κι έπειτα κατέβηκε χαμηλά και την αλάλιασε. Και γέμισε η γλύκα την Εύα και μαζί με τη γλύκα η πεθυμιά της πήρε τον νου κι έδιωξε μακριά τον φόβο.

Κι όρμησε πάνω στον Αδάμ και τον καβάλησε κι άρχισε να τον φιλά και να τον δαγκώνει και να καλπάζει πάνω του. Κι εκείνος θόλωσε και κόλλησε το στόμα του στα βυζιά της, τόσο που εκείνη μάτωσε και γέμισε το στόμα του με μαύρο αίμα.

Κι έπειτα έχυσαν κι οι δυο μαζί κι η ιαχή τους ράγισε το θόλο της νύχτας.

8/9/09

Συνομιλίες με τη Σελήνη


Πόσο να κρύψεις
την κραυγή της σιωπής;
Μ. Καλλιαντά-Γάλλιου, Μας λεηλάτησαν

Χάζευα τους αμμολόφους και σκεφτόμουν αυτά που είχα αφήσει πίσω στην πολιτεία.

«Πόσες μέρες περπάτησες; Πόσες μέρες περπάτησες, πόσες ώρες, πόσα χρόνια για να βρεθείς σε μια συνάντηση; Θυμάσαι τι χρώμα είχες στο μυαλό σου και ποια κλωστή ύφαινε τον δρόμο σου προς τα εκεί;».

Λίγες μέρες πριν μου φάνηκε ότι είδα ή μάλλον ονειρεύτηκα γιατί ο καυτός ήλιος έκαιγε το βλέμμα, το έπαιρνε και το ταξίδευε σε χρυσαφένια όνειρα. Είδα, μου φάνηκε, τα δυο φτερά ενός αγγέλου πάνω στα βότσαλα μιας παραλίας...

Ξύπνησα διψασμένη... Μπορεί μια σταγόνα να σβήσει τη δίψα και αν ναι, τότε γιατί πίνουμε τόσο νερό και δεν ξεδιψάμε;
Δεν βρήκα νερό εκεί κοντά και άρχισα να κοιτάζω το φεγγάρι, όπως είχα κοιτάξει εκείνο το πρωί τον ήλιο και πάλι με έριξε σε ένα όνειρο, ή μάλλον ξύπνια ήμουν, γιατί θυμάμαι όλες εκείνες τις σκέψεις σαν ζωντανές.

Τις μέρες που το φεγγάρι γεμίζει κατεβαίνω στη θάλασσα, εκεί που εκείνο καθρεφτίζεται στο νερό.Όταν το φεγγάρι καθρεφτίζεται στη θάλασσα φτιάχνει ένα μεγάλο φωτεινό μονοπάτι. Πάνω του μπορείς να περπατήσεις χωρίς να χαθείς, γιατί το φεγγάρι πάντα σε βλέπει με το φως του και οδηγεί τον δρόμο σου. Αυτό το μονοπάτι που καθρεφτίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας πολλοί το ονόμασαν μονοπάτι της αγάπης, είτε γιατί αγαπήθηκαν με το φως και τις αντανακλάσεις του, είτε γιατί νόμισαν ότι αγαπήθηκαν...

«Με το φεγγάρι μιλήσαμε από χτες που το είδα να γεμίζει», και εγώ υποσχέθηκα στο φεγγάρι σήμερα το βράδυ με τη γύμνια των αγγέλων, να διανύσω το φωτεινό μονοπάτι της αγάπης...

Σε ένα νησί, σκέφτηκα λοιπόν ότι ζούσε ένα αγόρι που κι αυτό μιλούσε με το φεγγάρι κάθε φορά που κατέβαινε στην Καμαριώτισσα ή όταν το ΄βλεπε από το Μοναστήρι.

Το φεγγάρι τότε σκέφτηκε ότι εμείς οι δύο μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό, γιατί να μη μας βοηθήσει να μιλήσουμε μαζί. Το αγόρι δεν ήξερε ότι υπήρχε κι άλλος άνθρωπος τόσο μακριά που του άρεσαν τα φεγγαρολόγια.

«Για να υπάρχει τέτοιο κορίτσι θα είναι αγγελικό», σκέφτηκε και ρούφηξε με απόλαυση ένα ποτήρι γλυκό κρασί από αυτό έπιναν οι μεγάλοι άντρες όταν είχαν πολλά κέφια ή όταν είχαν πολλές στεναχώριες.

«Στην υγειά της αγγελικής εκείνης ύπαρξης», είπε, «που βρίσκεται τόσο μακριά». «Στην υγειά του αγοριού», ευχήθηκα κι εγώ, γιατί τώρα μπορούσα να ακούω ό,τι έλεγε το αγόρι μέσα από το φως του φεγγαριού.

Για να ξεδιψάσω ήπια τη θάλασσα από τον Μπάλο λίγο πιο κάτω στην ίδια πλευρά τoυ νησιού. Ήπια την υγειά του αγοριού και προσπάθησα να γράψω λέξεις πάνω στο φωτεινό μονοπάτι του φεγγαριού, εκεί στο δέρμα της θάλασσας που χρύσιζε.
Άλλες έμειναν και άλλες βούλιαξαν...

«Σαν τα κύματα που πάνε και έρχονται το ένα πάνω στο άλλο, αγκάλιασε τις λέξεις που αφήνω πάνω τους και εμπιστεύσου τη συντροφιά τους», είπα στο αγόρι.
«Σε λίγο θα κολυμπήσω στο μονοπάτι της αγάπης...», του ξαναείπα και ζήτησα από το φεγγάρι να ρωτήσει το αγόρι εάν είχε να μου στείλει καμιά ευχή...
«Να βγει αγνή και ποθητή από το νερό», είπε το αγόρι και παρακάλεσε το φεγγάρι να μου το στείλει μαζί με ένα φιλί.

«Θα γίνει αυτό που ευχήθηκες», του είπα, «πόσο κοντά όμως βρίσκεται ο πόθος στην αγνότητα», αναρωτήθηκα αλλά δεν ξέρω γιατί το ρώτησα αυτό και δεν ξέρω εάν περίμενα να πάρω απάντηση, αλλά το ρώτησα και παρακάλεσα κι εγώ το φεγγάρι να στείλει στο αγόρι εκεί μακριά ένα φιλί υγρό θαλασσινό με φεγγαρίσια γεύση.
Ξέρει το φεγγάρι από αυτά, γιατί και άλλες φορές έχει κάνει τον αγγελιαφόρο και ξέρει ότι τα φιλιά αυτά τού παίρνουν κάτι από τη γεύση του, είναι αυτά που τα λένε φεγγαρίσια.

«Μ΄ αρέσουν τα αρμυρά φεγγαρίσια φιλιά...»

Άρχισα να μπαίνω στη θάλασσα.

«Μα είναι αληθινό αυτό το αγόρι», αναρωτήθηκα, «ή μήπως είναι μια οφθαλμαπάτη»...
Το φεγγάρι μού απάντησε με τα λόγια του αγοριού:
«Αληθινός είμαι», είπε το αγόρι, «ακόμη και κάτω από το φως του φεγγαριού είμαι αληθινός, ακόμη και από τόσο μακριά είμαι αληθινός, ακόμη κι αν σου φαίνεται απίστευτο έτσι είναι. Και μου αρέσουν πολύ τα αρμυρά φεγγαρίσια φιλιά».
«Ναι, μάλλον έτσι είναι. Είναι αληθινός», σκέφτηκα και έκανα την πρώτη βουτιά.
«Αν φιλήσεις μια μικρή σταγόνα πριν διανύσει όλο το σώμα και χαθεί στην άμμο, θα έχεις διανύσει την απόσταση ανάμεσα στις χώρες μας», είπα. «Α ναι! μάλλον την πρόλαβες, εσύ δεν ήσουν;...
Δίψασε λίγο η άμμος αλλά εσύ στ΄ αλήθεια έφτασες εδώ! Σ΄ ευχαριστώ που είσαι κι εκεί κι εδώ και παντού», του είπα.
«Μα κι εσύ με φίλησες και μου άρεσε», μου απάντησε το αγόρι. Δεν ξέρω αν το φεγγάρι έχει αυτιά στ΄ αλήθεια, αλλά εκείνη την ώρα το χαμόγελό του έφτανε μέχρι τα αυτιά... και αυτό είναι αλήθεια.
«Ναι μέχρι και το φεγγάρι χαμογέλασε με τα παιχνίδια μας», είπα. «Το είδες... Είμαι σίγουρη».
«Έχω καιρό να συγχρονιστώ τόσο τέλεια με φεγγάρι.
Διέσχισα το φως, το νερό και σε είδα», είπε το αγόρι.
«Μήπως είμαστε λίγο μάγοι;». Βγήκα από τη θάλασσα...

Είναι από τα πιο όμορφα βράδια που έχω περάσει συνομιλώντας με τη βοήθεια του φεγγαριού... άντε και λίγο της τεχνολογίας... αλλά τι πειράζει... με κάποιον που ήταν μακριά σε μία άλλη ακρογιαλιά και χάζευε το ίδιο φεγγάρι...
Το φεγγάρι γεμίζει μόνο μία μέρα τον μήνα. Όλες τις άλλες μέρες μεγαλώνει ή μικραίνει.
Έτσι είναι και η ζωή.
Την επόμενη φορά που θα δείτε γεμάτο φεγγάρι και θα είστε κοντά στη θάλασσα κολυμπήστε στο μονοπάτι της αγάπης, στο φωτεινό μονοπάτι που ζωγραφίζει το φεγγάρι πάνω στην επιδερμίδα της θάλασσα, ζητήστε από το φεγγάρι να μιλήσει μαζί σας και όλα θα βγουν αληθινά.

Σ' αγαπώ
αυτή η φράση πλέον μοιάζει με τιμωρία που την γράφω χιλιάδες φορές στον πίνακα της σκέψης μου.

6/9/09

To μπλε της καρδιάς


Η θάλασσα έχει ένα δηλητηριασμένο μπλε χρώμα. Την κοιτάζω. Δείχνει αναπάντεχα μελαχρινή. Τη νύχτα μοιάζει με πάρκο όπου συναντιούνται οι σκιές. Και το φεγγάρι, μια τεράστια λάμπα στην είσοδο: για να μετράει αυτούς που μπαίνουν.

Ο κυνισμός του κενού είναι ραμμένος σαν μάρκα πάνω στο σώμα της. Πάνω απ' όλα, πάνω σε όλα, ένα σκούρο σεντόνι. Ενα ελαφρύ ζακετάκι από σκοτάδι. Ο χρόνος χάνει τον χρόνο του προσπαθώντας να το αγγίξει.

Λίγη άμμος ακόμα. Ακούγεται μια βιόλα. Ενας γλυκός ήχος. Κατεβαίνει απ' το απέναντι βουνό και μπερδεύεται στ' αυτιά μου. Γυρίζω το κεφάλι μου να σε δω, αλλά έχεις φύγει. Μια πράσινη, φουσκωτή χελωνίτσα έχει πάρει τη θέση σου. Τεντώνει τον λαιμό της και με κοιτάζει. Πλησιάζω και της χαϊδεύω το κεφάλι. Είναι αργά, της λέω. Ωρα για ύπνο.

Αύριο θα συναντήσω τον σκύλο του Γιάννη. Τον λένε Κάσσυ. Είναι από τους λίγους σε αυτό τον κόσμο που όταν του μιλάω με κοιτάζει στα μάτια. Μ' αρέσει αυτή η ειλικρίνεια. Η προσπάθειά του να καταλάβει τη ζωή μόνο με ένα βλέμμα. Να υπήρξε άραγε ποτέ το κορμί σου; Ή το φαντάστηκα;

Η ζωή έχει περισσότερη φαντασία από μας. Σε βάζει να μιλάς μ' έναν σκύλο. Να αγαπάς μετά το τέλος του προγράμματος. Με χιονάκια. Να μπερδεύεις τα βοηθητικά ρήματα.

Το έχω με το είμαι.

Πώς μπορώ να είμαι πράγματα που δεν γνωρίζω;

Οι περισσότεροι μπορούν.

Αν τα λάθη διδάσκουν, τότε έχω καταπληκτική μόρφωση.

Το λέει ο τοίχος. Εγώ συμφωνώ.

Μπροστά μου η νύχτα απλώνεται σε μέγεθος φιλιού. Επετειακή, ατελείωτη, με το ρολόι σταματημένο. Πέρασαν πέντε χρόνια. Ακόμα ανασαίνουμε την ίδια ανάσα. Ομως, μόνο εγώ γερνάω. Η παραλία γέρνει προς το μέρος σου. Αγκαλιάζει τα τρία σώματα, κάθε ένα προεκτείνει το άλλο. Το συμπληρώνει. Δεν βαδίζω πια για να σε συναντήσω. Οι δρόμοι βαδίζουν προς εσένα. Προς ένα αναπόφευκτο αλλά εκστατικό μπλε. Επιστρέφω στο πρόσωπό σου. Στο σχέδιο που άφησε το κορμί σου πάνω στην άμμο. Εκεί υπάρχουν μόνο καλοκαίρια. Σε επανάληψη. Κυλούν από τις άκρες των ματιών μου και γίνονται δάκρυα.

4/9/09

Το περιβάλλον ως Ανάμνηση


Είναι φορές που η σκέψη προσπαθεί να µιµηθεί τα τριαντάφυλλα στον τρόπο που αυτά επεξεργάζονται την κοπριά και βγάζουν από την κακοσµία της ευωδιά κι από τη σκοτεινότητά της αρίφνητα χρώµατα φωτός.
Καθαρή µαταιοπονία. Στον άνθρωπο δε δόθηκε το χάρισµα αυτό της µεταµόρφωσης των καταστάσεων. Τον άµοιρο! Πώς να βγάλει από το φόνο ζωή; Και τη ζωή, καθώς υποστηρίζουν οι νοήµονες αυτού του κόσµου, την κυβερνά ο θάνατος.

Ο φόνος που έχει στη διάθεσή του βόµβες διασποράς κατά προσωπικού, άρµατα µάχης, θηριώδη αεροσκάφη, όπλα πυρηνικά.

Και µέσα σ’ αυτόν τον χαλασµό της Οσετίας, της Βαγδάτης, της Καµπούλ, της Βηρυτού και του Θιβέτ, σκέψη στρέφεται στα τριαντάφυλλα. Στον τρόπο που ευωδιάζουν και προσπαθούν µε ένα αγκάθι να προστατέψουνε την οµορφιά τους. Τουλάχιστο αυτό να καταλαβαίναµε. Ότι η οµορφιά του κόσµου χρειάζεται προστασία. Τίποτα, τίποτα.

Τίποτα δεν καταλαβαίνουµε. Μας πήρε σβάρνα η ασχήµια. Πρώτα µε τους φόνους. Μετά µε τις αρρώστιες. Και τελευταία µε τη φτώχια.

Η πείνα σκύλ’ υιός εν, λέµε εµείς οι Πόντιοι. Δάκ;

Παρ’ όλα αυτά η σκέψη –πείσµα να δεις– επιµένει. Το καλό µπορεί ακόµα να συµβεί.

Η σκέψη επιµένει. Δεν την επηρεάζουν οι γέλωτες. Μήτε οι ειρωνείες των ρεαλιστών την ενοχλούνε.

Δεν είναι δα για πέταµα οι αυταπάτες. Μήτε η µελέτη των µαταιοτήτων. Αφού µοιάζουν µε αντίσταση στις επιδροµές του ανεπιθύµητου, αυτές που αφειδώς παράγει η πραγµατικότητα και τα δελτία των ειδήσεων διαχέουν σε όλο τον πλανήτη.

Άντε καλά. Η φυγή δεν είναι λύση ούτε η ανάµνηση τρόπος αντιµετώπισης των κρίσεων.

Σφαδάζει η λογική. Ε, και; Πήρε µαζί του ο Άβελ τα αγαθά γονίδια του ανθρώπου, την ώρα που τον σκότωσε ο αδελφός του ο Κάιν κι έκτοτε, αιώνες πολλούς, τα φονικά γονίδια του Κάιν διαιωνίζουν οι απόγονοί του. Αυτά των καταστροφών και των θανάτων. Και όπως έλεγε ο Καθηγητής Γιάννης Ταϊγαννίδης σε οµιλία του για το Περιβάλλον, «Η ανθρωπιά και η βαρβαρότητα είναι όµορες περιοχές µέσα στην ψυχή του ανθρώπου».

Και για να βρει τη διαφορά –αν υπάρχει– ανάµεσα σ’ αυτές τις όµορες περιοχές, η συνείδηση του ανθρώπου, την ανάµνηση θέτει σε λειτουργία.

Δε χάνει τον καιρό της η ανάµνηση! Ευθύς σκεπάζει τα ορυχεία. κατεδαφίζει τις καµινάδες. ρίχνει κάτω τις κεραίες που η Τεχνολογία ύψωσε ακριβώς δίπλα στα ξωκκλήσια των λόφων. εµπλουτίζει τις παλιές ανάβρες µε τα κρύα καθαρά νερά που µια φορά κι έναν καιρό, ολοχρονίς, ανάβλυζαν. χλοΐζει τα βοσκοτόπια. στις άκρες των χωραφιών φυτεύει τα δέντρα των µεσηµεριανών αναπαµών. φέρνει πίσω τα νερά του Σαρί Γκιολ. επουλώνει τα βάραθρα των λατοµείων. διώχνει τους γίγαντες που µέρα – νύχτα θειαφίζουν κιτρινόσκονη στους κάµπους. αποκαθιστά τη λευκότητα του χιονιού. καλεί να πνεύσουν εκείνοι οι βόρειοι άνεµοι οι ζωογόνοι. γεµίζει τον Σουλού µε καραβίδες. καλεί τους πελαργούς να επιστρέψουν, µόνο και µόνο για κείνη την εικόνα της επανόδου τους από τα λειβάδια στις φωλιές τους. γεµίζει τον φθινοπωρινό ουρανό µε τους σχηµατισµούς των διαβατάρικων πουλιών. στήνει τον Ήλιο στην κορυφή του Γκιοζ Τεπέ ίσαµε που η ανθρωπιά να νικήσει τη βαρβαρότητα.