8/11/10

Ντεκλαρέ ή αλλιώς βαρέθηκα τη μπλοφ ντε λα μπλοφ


Στη χαρτοπαικτική λέσχη «η ωραία Ελλάς» το ντεκλαρέ έχει ξεχαστεί εδώ και καιρό. Βασιλεύει η μπλοφ ντε λα μπλοφ, διότι μην ξεχνάμε ότι η πρέφα και η δηλωτή είναι και παλιομοδίτικα… Οι ρόλοι που μου μοιράζουν είναι διάφοροι και διαφορετικοί. Κανένας απ’ αυτούς δεν είναι τιμητικός, κανένας τιμημένος…

Πότε κάνω τον τσιλιαδόρο μην έρθει η μπατσαρία και πιάσουν την παρεούλα.

Πότε κάνω τον αβανταδόρο με ξένα κάστανα μπας και πείσω κανένα κορόιδο να σπρώξει όλο το χαρτί στην τσόχα.

Πότε πουλάω κάνα οικοπεδάκι που βρήκα έτοιμο από τους προγόνους μου και παίζω σε μια ζαριά την τύχη μου.

Πότε κλείνω μάτια, μύτες, κουνάω αυτιά, κάνω το σήμα της νίκης, του κωλοδάχτυλου, της ειρήνης, ό,τι με βολεύει για να βοηθήσω τον συνεργό απέναντι να κλέψει τους συμπαίκτες μας.

Πότε κουράζομαι και κάθομαι στον καναπέ, πίνοντας το ποτάκι μου και το καφεδάκι μου, ρίχνοντας πού και πού κλεφτές ματιές μη χάσω και τις εξελίξεις. Μου αρέσει να γκρινιάζω ρε παιδί μου. Είναι καλό σπορ!

Πότε πάω στο παραδίπλα δωμάτιο για να δω το μπλακ τζακ που παίζεται εκεί και να θαυμάσω τις αριστοτεχνικές κινήσεις του γκρουπιέρη που μοιράζει την σημαδεμένη τράπουλα. «Ρε τον πούστη κοίτα πώς τα ρίχνει τα χαρτιά, κοίτα πώς μοιράζει τα σημαδεμένα» μονολογώ και θαυμάζω «μωρέ μπράβο» ξαναθαυμάζω και ρουφάω μακαρίως τον βαρύ και ασήκωτο καπουτσίνο μου.

Πότε κάνω τον ομορφονιό προσκαλώντας κι άλλους στο παιχνίδι με χίλια δυο κόλπα.

Πότε κάνω τον μπράβο πουλώντας τσαμπουκά στα ανθρωπάκια που θέλουν να φύγουν από το παιχνίδι γιατί μπαϊλντισαν.

Από καιρού εις καιρόν, με καλούν να ρίξω τη δική μου ζαριά με τα δικά τους ζάρια, μπαλαμούτι το ζάρι από χέρι, βαρύ βαρύ κι ασήκωτο, όποιο χρώμα κι αν έχει:

-Έλα κυρίαρχε της λέσχης, έλα κοντά, μου φωνάζουν, ρίξε μια ζαριά καλή και για μένα ρε ζωή, που λέει και το τραγουδάκι.

-Ρε παιδιά, για μισό, ψελλίζω εγώ η αφελής, κάτι δεν πάει καλά με τα ζάρια που μου δίνετε, μήπως να το ξαναδούμε το πράγμα;

-Τι είπες; Τι είπες, οργισμένε απέχοντα ανθρωπάκο; Τόλμησες να πεις για το σύστημα της λέσχης σου; Τόλμησες να μιλήσεις για τα ζάρια που σου δίνουμε να παίξεις; Τολμάς να πεις ότι δεν σου κάνει η τσόχα που σου στρώσαμε; ΑΙΣΧΟΣ!!! ΝΤΡΟΠΗ!!!

-Μα, μα, μα… Είναι μπαλαμούτι το ζάρι ρε παιδιά! Ψιλό γαζί με δουλεύετε όλοι. Θέλετε να ρίξω ζάρι όταν ξέρω ότι με κλέβετε εκ προοιμίου; Δεν επιθυμώ να συμμετέχω στη στημένη σας διαδικασία, δε θέλω να τζογάρω, ΞΕΡΩ τις μεθόδους σας πια, ΚΑΤΑΝΟΩ τη συλλογιστική σας, ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ τα κόλπα σας, ΒΛΕΠΩ την ανικανότητά σας, ΓΝΩΡΙΖΩ ότι τίποτα δεν θ’ αλλάξει με μένα να μετατρέπομαι σε ποσοστό.

-Άθλιε λαουτζίκε της αποχής και της αδιαφορίας, εσύ είσαι που πρώτος γάμησες όλους όσους ήθελαν μια άλλη Ελλάδα.

-Μα, μα, μα, δεν αδιαφορώ σου λέω, σε ρωτώ, θα έχω μια άλλη Ελλάδα, συμμετέχοντας εντός των τειχών της λέσχης που ΕΣΕΙΣ ΣΤΗΣΑΤΕ; Βγαίνω έξω από τη λέσχη και ΗΧΗΡΑ δείχνω την ΑΠΕΧΘΕΙΑ μου για το σύστημά σας. Γιατί ντε και σώνει στα δικά σας τα μπλόκα να ακούγεται η δική ΜΟΥ φωνή;

Πλέον μπορώ να ακουστώ κι εγώ! Ακούς τι σου λέω; ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ!!! Ποιος φταίει; Εγώ που δεν πείθομαι και σου γυρνάω την πλάτη ή εσύ που δεν με κάνεις να σ’εμπιστεύομαι;

-Στο δρόμο γίνονται οι αγώνες!

-Αυτό λέω κι εγώ! Στο δρόμο γίνονται οι αγώνες! Πάλι δεν ακούς… Είσαι τόσο θυμωμένος που ποτέ δεν μ’ακούς. Και αυτός ο θυμός σου θα διώξει κι άλλους από το σύστημά σου, αλλά τι λέω! Πότε άκουσες για ν’ακούσεις τώρα;

-Είσαι άχρηστος και μίζερος όχλος! Απέχεις!

-ΔΕΝ ΑΠΕΧΩ! ΔΕΝ ΕΧΩ…

ΔΕΝ ΕΧΩ άλλη υπομονή.
ΔΕΝ ΕΧΩ άλλο χρόνο για να σας ανέχομαι.
ΔΕΝ ΕΧΩ άλλο κουράγιο να παίζω το παιχνίδι σας.
ΔΕΝ ΕΧΩ άλλη αντοχή ν’ακούω τις ίδιες πάντα κασέτες.
ΔΕΝ ΕΧΩ άλλη δύναμη να βλέπω την πατρίδα μου να καίγεται κι εσείς να λέτε τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια.

ΔΕΝ ΕΧΩ άλλη ανοχή για εσάς, τις λαμογιές σας, τον παλαιοπολιτικό σας λόγο, την προοδευτική σας απαξίωση επειδή δεν σας προτιμήσαμε, τις εμβριθείς αναλύσεις σας, τα κουκιά σας, τα φασόλια σας.
Εκλεγμένος είναι ο πρωθυπουργός που μας παραχώρησε στην τρόικα ή κάνω λάθος;

Αλλά ξέχασα, είναι κι αυτή η αφέλεια που με διακατέχει την απέχουσα ...

Πηγή: Της Amelie Law

7/11/10

Kαι τους ψηφίζω ο μαλά...

«Σηκωθείτε πρόβατα επί σφαγήν/ να κερδίσετε τον ήλιο»

Ρενέ Σαρ

«Η κρίση αυτή συνιστά μετάβαση στον άγριο, αρχετυπικό, δίχως όρια καπιταλισμό»

Κ. Τσουκαλάς

«Έχουμε ιδιωτικό πλούτο και δημόσια φτώχεια»!

Β. Παπαβασιλείου

30/8/10

Μεθύστε



Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος.

Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα. Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη, πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα.

Αλλά με τι;

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει. Αλλά μεθύστε. Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού, στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού, μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας, ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο ή χαμένο, ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά, το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά, ρωτήστε τι ώρα είναι.

Και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν:

"Είναι ώρα να μεθύσετε! Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθύστε. Μεθύστε χωρίς διακοπή! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.

Charles Baudelaire

9/8/10

Η δύναμη των λέξεων



Ένα δυνατό, επίκαιρο και σήμερα, κείμενο της Λιλής Ζωγράφου, «αντάρτισσα» γυναίκα και συγγραφέας, από την εισαγωγή στο βιβλίο της «Επάγγελμα πόρνη»…Κι ένα τραγούδι γραμμένο γι αυτή, με τίτλο τον τίτλο του βιβλίου της «Συβαρίτισσα».

Ζωγράφου και Πασχαλίδης ανέπτυξαν τη φιλία τους στην Κρήτη, στα χρόνια που ο Πασχαλίδης ήταν ακόμα στους «Χαϊνιδες».

« Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους. Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν' αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν' ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται.Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη. Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ' έναν πάγκο ή σ' ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει…»

(Οκτώβριος 1978, Λιλή Ζωγράφου, Επάγγελμα Πόρνη)

29/7/10

Πεθαίνω σα χώρα



Ο θεατρικός μονόλογος του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σα χώρα» (απόσπασμα)…

«…Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Γράφω σ’ ἐσένα γιατί μαζί ποθήσαμε νά εἶναι γόνιμα αὐτά τά σπλάχνα, κι αὐτός ὁ πόθος μᾶς ἕνωσε νύχτες καί νύχτες…καί σ’ἄλλες ὧρες τῆς μέρας, ὅταν ξαφνικά γινόταν ἕνα θαῦμα καί ξεχνούσαμε τόν τρόμο πού ἔτρεχε στούς δρόμους καθώς μές στίς φλέβες μας…τά ἐφιαλτικά δελτία εἰδήσεων πού μᾶς ἐμπόδιζαν ἀκόμα καί να κοιταζόμαστε…διαβασμένα ἀπό θεότρελους ἐκφωνητές…τά οὐρλιαχτά πού σκέπαζαν ἀκόμα καί τίς σειρῆνες τῶν ἀσθενοφόρων…

Ποτέ δέ θά τό πίστευα πώς ἡ ἀνθρώπινη φωνή μπορεῖ νά φτάσει σέ τέτοια ὕψη…νά εἶναι τόσο ἀπύθμενη…νά προκαλεῖ τόση ἀναστάτωση μέ τήν ἐπιβολή της…

Τέλος πάντων, ποτέ δέν συνήθισα τούς ἀνθρώπους ἀλλ’ αὐτό εἶναι μία ἄλλη μου ἀναπηρία. Βιάζομαι τώρα νά σού πῶ μερικά πράγματα κι αὐτά τά λόγια θά εἶναι καί τά τελευταία πού θάχεις ἀπό μένα.

Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Μοῦ τά’φαγε. Τή μισῶ. Ναί, τή μισῶ, τή μισῶ. Δέν μπορεῖ μία γυναίκα νά ζήσει μέ τέτοια σπλάχνα μέσα της. Ὅσο τό σκέφτομαι, μοῦ’ρχεται νά ξεράσω τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου. Νιώθω σάν ξέρασμα. Μπορεῖ καί νάμαι. Μία γυναίκα…δέν εἶναι σά μία χώρα πού ἀξιοποιεῖ τά ἐρείπιά της, τούς τάφους της…πού τά ξεπουλάει ὅλα γιά ἐθνικό συνάλλαγμα…ζώντας ἀπ’αὐτά.

Ἐγώ δέ θέλω νάμαι μία χώρα. Δέν εἶμαι χώρα. Δέ θέλω νά εἶμαι αὐτή ἡ χώρα. Αὐτή ἡ χώρα εἶναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός καί φόνισσα.

Ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἡ ζωή, θέλω νά ζήσω, θα ’θελα νά ζήσω, θά’θελα νά μποροῦσα νά ζήσω, θά’μουν εὐτυχισμένη τώρα ἄν ἤθελα νά ζήσω… ὅμως αὐτή ἡ χώρα δέ μ’ἀφήνει νά τό θέλω, δέ μ’ἀφήνει νά εἶμαι ἡ ζωή, νά δίνω τή ζωή. Ἔχει φάει σάν καρκίνος, τά βυζιά μου, τά μυαλά μου, τά ἔντερά μου, ἔχει κατεβάσει ὅλες της τίς πέτρες στά νεφρά μου καί τά’χει ρημάξει, ἔχει μαγαρίσει ὅλες τίς πηγές ἀπ’ὅπου θά’τρέχε τό γάλα μου, ἔχει μαζέψει ὅλο της τό χῶμα μές στίς φλέβες μου καί μού’χει σαπίσει τό αἷμα, ἔχει κάτσει ὅλη πάνω στήν καρδιά μου καί τήν ἔχει κουρελιάσει ἀπ’τά ἐμφράγματα καί τίς ἐμβολές, κάθε θεσμός της κι’ἕνα ἔμφραγμα, κάθε νόμος της καί μία ἐμβολή, τά ἤθη τής μού’χουν σμπαραλιάσει τά πνευμόνια, ἡ ἱστορία της μέ κάνει νά τρέμω συνεχῶς ὁλόκληρη σά νά ἔχω πάρκινσον, ὁ πολιτισμός της μ’ἔχει ξεπατώσει, μ’ἔχει ξεθεώσει, δέν πάει ἄλλο, ἡ θέση της ἡ γεωγραφική εἶναι τό ἄσθμα μου, ὁλόκληρο τό σχῆμα της ἄλλοτε ἁπλώνεται πάνω στό σῶμα μου σάν γιγαντιαῖος ἕρπης ζωστήρ καί μέ τρελαίνει, κι ἄλλοτε παίρνει τή μορφή τσουγκράνας καί μπήγεται στά μάτια μου, τεράστιας βελόνας καί μοῦ τρυπάει τό κρανίο, βράχου ὁλόκληρου πού κρέμεται ἀπό τήν ἄκρη τῶν μαλλιῶν μου καί μέ παρασέρνει σέ μία θάλασσα πικρῶν δακρύων…κι ὅλο νιώθω στόν τράχηλό μου τόν ζυγό της κι ὅλο δένει τή γλώσσα μου τό τραύλισμά της κι ὅλο μου φέρνει κρύα ρίγη ἡ χυδαιότητά της…ἠ προσήλωσή της στά φαντάσματά της, οἱ ὑπεκφυγές της, οἱ ἀντιγραφές της, τά φρακαρισμένα της μυαλά, τά πτώματά της, τά κιβούρια της, τά ἐγκλήματά της…

Αὐτή ἡ χώρα εἶναι τό χτικιό μας. Θά μᾶς πεθάνει, θά μᾶς ξεκάνει. Πῶς θά γλιτώσουμε; Μᾶς πίνει τό αἷμα, μᾶς τό πίνει….Ὁ κάθε πόρος της εἶναι καί μία τσέτα, κάθε γωνιά της κι ἕνα λάζο, κάθε χιλιοστό της καί μία τσάκα, εἶναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου καί κοφτερούς σουγιάδες, ἄντρο φονιάδων, ἀπατεώνων καί ἠλιθίων, λημέρι ἄνανδρων γαμιάδων κι ἀνίκανων σωματεμπόρων, μᾶς πατάει τό κεφάλι μέσα στά σκατά της, μᾶς δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ ἀρχίδια, μᾶς λιώνεις, μωρή, μᾶς στραγγίζεις, μᾶς ρημάζεις, μᾶς διχάζεις, μᾶς πνίγεις, μᾶς καταδικάζεις, μᾶς πεθαίνεις, μᾶς πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αἱμομίχτρα, πού ὅλο μαϊμουδίζεις καί παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δέ σέ μπορῶ, δέν τήν μπορῶ, τή δολοφόνα, τήν παιδοκτόνα, τή ζαβή, τή χολεριασμένη, τή στραβοκάνα, τήν γκαβή, τό τσόκαρο, τήν παλιόγρια, τήν παλιόγρια, πού κακοχρόνο νά’χει, δέν ἀντέχω πιά τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τή μισῶ, τή μισῶ, τή μισῶ, ἄχ, ἄχ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, θά πεθάνω, τέρας, καί θά ἐξακολουθῶ νά σέ μισῶ, ναί, τό μίσος βράζει μέσα μου, θέλω νά γράψω τούς ἀνάποδους ὕμνους ἀπ’αὐτούς πού γράφτηκαν ὡς τώρα γι’ αὐτήν, λέξη πρός λέξη νά τήν τουφεκίσω καί νά τήν παραχώσω σά σκυλί μέ τά ἴδια μου τά χέρια…Δέν εἶμαι πιά γυναίκα…Οὔτε κι ἐσύ πιά εἶσαι ἄντρας…

Μᾶς τά πῆρε ὅλα αὐτή…Τί θά μείνει ὅμως ἀπ’αὐτήν χωρίς ἐμᾶς; Τί θά εἴν’αὐτή ὅταν δέ θά’χει μείνει τίποτα ἀπό μᾶς;…Τό χῶμα της ἔχει πάρει τό σχῆμα μου… Τό σῶμα μου ἔχει πιά τίς διαστάσεις της… Ἔχω μέσα μου τή μοίρα της…

Πεθαίνω σά χώρα…»

25/7/10

Εις μνήμην



Πέντε χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη και δεν τον θυμηθήκαμε όσο του έπρεπε. Δεν ξέρω αν κιόλας τον ξεχάσαμε, αλλά η σιωπή αυτής της επετείου μάλλον δεν συνόρευε με τη δική του. Γιατί, καθώς είχα γράψει και παλιότερα, υπάρχουν λογιών και λογιών σιωπές. Οι σιωπές της λησμοσύνης και η σιωπές της μνήμης. Οι σιωπές της αδεξιότητας και οι σιωπές της επίγνωσης. Από τη σιωπή του αγάπησα κι εγώ τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Οχι την πολυθρύλητη συγγραφική, αλλά την άλλη· εκείνη, στην οποία βυθιζόταν όντας πλάι στους φίλους του και που την έσπαγε στιγμές στιγμές με την πιο καίρια παρατήρηση, ένα αστείο, μια λέξη. Και ξαφνικά, ήταν σαν να ’μπαιναν τα πράγματα στη θέση τους, οι συζητήσεις που ξεστράτιζαν να ’βρισκαν τον πυρήνα τους, οι άνθρωποι να ξανασυναντιούνταν με το κέντρο τους.

Από τη σιωπή του τον αγάπησα τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Μέσα απ’ αυτήν μας έδειξε τη δόλια φύση της αυταπάτης, μας έμαθε ότι το ήθος απεχθάνεται τη μεγαλοστομία, τις υπερβολικές χειρονομίες, τα πολλά λόγια. Οτι ηρωισμός είναι το τάξιμο στα μικρά· δύναμη η ικανότητα να αναμετρηθείς με τη μετριότητα της ζωής και να την υπερβείς, αποδεχόμενός την. Οτι η απώλεια και η πτώση είναι η ανθρώπινη συνθήκη· η μοναξιά και η ενοχή η μοίρα του ποιητή. Και, τέλος, ότι το μόνο που διασώζει είναι το χιούμορ, η λοξή ματιά, ο αυτοσαρκασμός.

Γι’ αυτό και αν με ρωτούσαν τι θα κρατούσα από την ποίηση του Αναγνωστάκη, όσο και να με συγκίνησαν οι «Παρενθέσεις», η «Συνέχεια», ο «Στόχος», ίσως και από ιδιοσυγκρασιακή ιδιοτροπία, θα έμενα σε ό, τι μας έδωσε με το ψευδώνυμο του Μανούσου Φάσση. Μέσα σ’ αυτά τον αναγνωρίζω ακέραιο. Τ’ ανοίγεις όπως ένα μουσικό κουτί – κι αντί για μουσική αντηχεί το γέλιο, γέλιο παιδιού και γέλιο του τρελού του βασιλιά, που ανατρέπει τον κομφορμισμό, τη σπουδαιοφάνεια, τη συμβατικότητα, που αναστατώνει τακτοποιημένες κατηγορίες και ταρακουνάει τα ιερά σκηνώματα των ιδεολογιών που επιζούν μονάχα για να μας βολεύουν. Κι αυτό το άτακτο παιδί που γελάει μέσα στις σελίδες του, ούτε τον ξέρει ούτε τον θέλει τον ρόλο του από καθέδρας τιμητή ή του ιεροκήρυκα· ακόμα κι όταν πίσω από τα χαχανητά λουφάζει η πικρία μιας επίγνωσης σχεδόν τυραννικής, εκείνο το παιδί ούτε για μια στιγμή δεν γλιστράει στο κοστούμι του μεγάλου μοναχικού που «γνωρίζει» όσα οι άλλοι δεν έχουν καν ψηλαφίσει. Είμαι μαζί σας, λέει στους αναγνώστες, τους φίλους του. Η ζωή είναι μια καλοστημένη φάρσα. Για να την ξεκουρδίσουμε, αρκεί να την περιγελάσουμε. Μόνο μέσα απ’ το γέλιο μας θα ξαναβρούμε ό, τι πραγματικά αξίζει, ό, τι απομένει ανέπαφο ακόμη και εξόριστο απ’ τον κόσμο.



Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά ;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.

Mανόλης Αναγνωστάκης

22/7/10

Ποίημα



«Ελλάδα με χτυπημένη ραχοκοκαλιά,
τυραννισμένη με κακοφορμισμένες τις πληγές…
Φτωχιά Ελλάδα, με τα πρησμένα πόδια…
με τα αποφόρια των αφεντικών…
Ξετσίπωτη Ελλάδα, ξεφτιλισμένη
ξεστήθωτη στις γωνιές των δρόμων…
Ελλάδα ντυμένη με λευκό μακρύ χιτώνα
νοικιασμένο από συνοικιακό φωτογραφείο
με ψεύτικο στεφάνι στα βαμμένα σου μαλλιά…»

Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙ (1953-1959), εκδ. Κέδρος

20/7/10

Η «μπουρδελότσαρκα» του Σωκράτη

"Ο χρόνος την ιστορία σου στα χρόνια την ξεδιπλώνει ….και η μοίρα , από τις σκέψεις σου την ιστορία πλέκει .Όσο και αν η ψυχή σου ζητάει να ζωγραφίσει αυτό που για αλήθεια θα ήθελες να είναι !Κατά λάθος το χέρι , τον πίνακα χαλάει..."



Είρων με τη ζωή είρων με το θάνατο, είρων με τους πολλούς και είρων προς τον εαυτό του, ο «αγνωστικιστής» Σωκράτης ας είναι πάντα ένα πρότυπο αξίας. Ποιος είπε ότι δεν ήταν ένας συνεπής αναρχικός και πλέρια δημοκράτης;

Δεν θα επεκταθώ στη φιλοσοφία του περί της αρετής, θα σταθώ όμως σε μια ανθρώπινη πλευρά του, αναφέροντας ένα περιστατικό βάσει του οποίου αξίζει από μια άλλη διάσταση η φιλοσοφία.

Κάποτε, έπεσε «σύρμα» στο Σωκράτη και την παρέα του ότι έκανε το ντεμπούτο της μια νέα όμορφη εταίρα, η Θεοδότη, και αποφάσισαν να πάνε να τη δούνε.
Τα συμβάντα προκύπτουν από το 11ο κεφάλαιο «Σωκράτης και Θεοδότη» του 3ου βιβλίου των απομνημονευμάτων του Ξενοφώντα.

Ο Σωκράτης και η παρέα του, λοιπόν, φθάνουν στο σπίτι της, όπου τη βλέπουν να κάθεται στον κήπο, να τη ζωγραφίζει ένας ζωγράφος και τις θεραπαινίδες γύρω της να τη φτιάχνουν και να τη στολίζουν.

Οπότε, μπαίνει μέσα ο Σωκράτης και οι φίλοι του, που πρέπει να ήταν μαζί του άλλα 4 άτομα: Ο φίλος του Αντισθένης κατοπινός ηγέτης της κυνικής σχολής και μελλοντικός δάσκαλος του Διογένη, ο γλύπτης Απολλόδωρος παιδικός φίλος του μάλλον από τα παλιά τότε που λάξευε και αυτός μάρμαρα στη μετώπη του Παρθενώνα, και οι Κέβης και Σιμίας, δυο μαθητευόμενοι φιλόσοφοι από τη Θήβα, σύνολο δηλαδή 5 νοματαίοι. Η Θεοδότη τους αγνοεί επειδικτικά, ειδικά από τον κακομούτσουνο και ξυπόλητο Σωκράτη, μέχρι που ανοίγει το στόμα του.

Προσέξτε τη στιχομυθία.

Ο Σωκράτης, τη στιγμή που τον «σνομπάρει» η Θεοδότη, αποτείνεται στους φίλους του με τρόπο που τον ακούει εκείνη: «Αγαπημένοι μου φίλοι – τους λέει – μήπως είναι πιο σωστό αντί να μας ευχαριστεί η οπτασία την οποία έχουμε μπροστά στα μάτια μας, να την ευχαριστήσουμε εμείς;» «Μμμ, ναι, ναι, βέβαια…» θα μουρμούρισαν εκείνοι – οπότε συνεχίζει -

«Για να την ευχαριστήσουμε όμως πρέπει να την ωφελήσουμε και για να γίνει αυτό πραγματικότητα πρέπει να την αναφέρουμε όσο το δυνατόν σε περισσότερους άνδρες.

Αλλά για να είμαστε πειστικοί πρέπει να είμαστε αληθείς, που σημαίνει ότι θα πρέπει να μας επιτρέψει να αγγίξουμε αυτά που βλέπουμε και να φύγουμε από εδώ όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο ερεθισμένοι.
Δηλαδή, θα πρέπει να μας αφήσει να την κανακέψουμε και να αποδεχθεί ευχάριστα το κανάκεμά μας». Η Θεοδότη, που εν τω μεταξύ είχε ξεμπερδέψει με το ζωγράφο, πλησίασε και είπε: «Εντάξει, θα σας παράσχω την ευγνωμοσύνη μου έμπρακτα, γιατί αφού εσείς θέλετε το καλό μου, φυσικό είναι κι εγώ να σας παράσχω καλοσύνη».

Ο Σωκράτης, βλέποντάς την πολυτελώς ντυμένη και γενικώς παρατηρώντας τη χλίδα που υπήρχε γύρω της, τη μάνα της και τις υπηρέτριες όλες πλουσιοπάροχα ενδεδυμένες, λέει:
«Πες μου, αλήθεια,. Θεοδότη, έχεις κάποια σπίτια, χωράφια ή δούλους τεχνίτες που σου δίνουν τη δυνατότητα να ζεις με αυτό τον τρόπο»;
«Όχι, δεν έχω τίποτα από όλα αυτά, γιατί όταν κάποιος γίνεται φίλος μου, με ευεργετεί γι’ αυτό το λόγο. Έτσι κερδίζω τη ζωή μου».

Και ο Σωκράτης συνεχίζει: «Πράγματι, αυτό που κάνεις είναι πολύ πιο αποδοτικό από το να έχεις ένα κοπάδι κατσίκες, πρόβατα η βόδια. Αλλά πώς τα καταφέρνεις;
Το αφήνεις αυτό στην τύχη ή έχεις κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, μηχανεύεσαι δηλαδή κάποιο τέχνασμα για κάθε περίπτωση;» «Όχι, δεν μηχανεύομαι τίποτε, ούτε έχω κάποιο συγκεκριμένο τέχνασμα», του λέει η θεοδότη. «Δηλαδή, είσαι σαν τις αράχνες που υφαίνουν έναν ιστό και ότι πέσει μέσα, μύγες και κουνούπια;
Καλά, δεν είσαι επιλεκτική, Δεν ρυθμίζεις τα πράγματα όπως εσύ τα θέλεις;» «Και τι να κάνω»; Του απαντά εκείνη. «Καλά, δεν βλέπεις ότι όσοι κυνηγούν χρησιμοποιούν για το κάθε θήραμα συγκεκριμένο τρόπο;

Για παράδειγμα, αυτοί που κυνηγούν λαγούς έχουν ειδικά σκυλιά, άλλα για την ημέρα και άλλα για τη νύχτα. Επίσης, γνωρίζοντας τα περάσματα των λαγών στήνουν κατάλληλα τα δίχτυα τους ώστε να πέφτουν μέσα. Το κάθε πράγμα θέλει συγκεκριμένη τεχνική».
«Και ποια δίχτυα έχω εγώ;» ρωτάει η Θεοδότη. «Ένα και μόνο δίχτυ έχεις – της απαντάει ο Σωκράτης – το οποίο είναι μάλιστα πολύ όμορφα πλεγμένο. Αυτό είναι το κορμί σου. Μέσα όμως στο κορμί υπάρχει η ψυχή, η οποία πρέπει να σε καθοδηγεί στο τι θα κάνεις για να το αξιοποιήσεις.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πως θα ευχαριστείς αυτόν που έχει για σκοπό την απόλαυσή του. Και να τον φροντίζεις για να είναι φίλος σου και να σε φροντίζει. Και όχι με τα λόγια αλλά με τα έργα κτίζονται οι φιλίες, οι οποίες μάλιστα είναι τόσο πιο αρραγείς όσο οι φίλοι μένουν αμφότεροι ευχαριστημένοι. Και αυτό συμβαίνει όταν προσφέρεται ο ένας στον άλλο αγνά και φυσικά».

«Μα το Δία – λέει εκείνη – τίποτε από όλα αυτά δεν κάνω». «Και όμως – συνεχίζει ο Σωκράτης – είναι πολύ σημαντικό να προσφέρεται ο ένας στον άλλον σωστά και φυσικά.
Γιατί με τη βία, το ζόρι και τον εξαναγκασμό δεν μπορείς να αποκτήσεις ούτε να διατηρήσεις φίλους, ενώ με το δόσιμο την ευχαρίστηση και την ηδονή ακόμα και ένα θηρίο μπορεί να το κάνεις να μένει δίπλα σου και να σε παραστέκει. Έτσι δεν είναι»;
«Βεβαίως έχεις δίκιο….» μουρμουρίζει εκείνη. «Επομένως – συνεχίζει ο Σωκράτης – πρέπει να αποζητάς την φιλία αυτών που έχουν τη διάθεση να γίνουν φίλοι σου για να σε βοηθήσουν και να νοιάζεσαι γι’ αυτούς και να τους να το ανταποδίδεις, κάνοντας με τη σειρά σου ευεργεσίες, και μάλιστα με το πάρα πάνω.

Γιατί έτσι οι φίλοι θα μείνουν για πάρα πολύ καιρό κοντά σου και θα σου προσφέρουν με τη σειρά τους ακόμη μεγαλύτερες ευεργεσίες. Και θα τους έθελγες με τον καλύτερο τρόπο σε αυτό αν τους προσέφερες τις υπηρεσίες σου όταν είναι στην ανάγκη, όπως φίλος παραστέκεται σε φίλο ασθενή.

Γιατί μη υπαρχούσης της ανάγκης, τις χάρες σου δεν θα τις εκτιμήσουν, πολύ δε μάλλον περισσότερο όταν δεν είναι πεινασμένοι. Γιατί στον χορτάτο αν του δώσεις φαγητό, μέχρι και αποστροφή αυτό μπορεί να του προκαλέσει».
«Και τι να κάνω – λέει η Θεοδότη – πώς μπορώ να προκαλέσω την πείνα, το ενδιαφέρον στους υποψήφιους φίλους μου;»
«Θεοδότη μου, είναι απλό. Κατ’ αρχάς, ούτε να προσφέρεσαι αλλά ούτε να προκαλείς αυτούς που είναι χορτασμένοι. Και όταν προκαλείς αυτούς που πρέπει, οφείλεις να συμπεριφέρεσαι ανάλογα, δηλαδή, από τη μια να φαίνεσαι ότι θέλεις να ενδώσεις και από την άλλη να ξεγλιστράς μέχρι να σε επιθυμήσουν όσο γίνεται περισσότερο.
Γιατί έτσι θα υπερέχουν αυτά που θα δίνεις, ενώ αν τα δίνεις διαφορετικά θα έχουν μικρή ανταποδοτικότητα και δεν θα πιάνουν τόπο».
«Πράγματι, μιλάς πολύ σωστά, Σωκράτη. Πες μου αλήθεια, θα ήθελες να με βοηθήσεις, να μου συμπαρασταθείς στο κυνήγι φίλων;»
«Ίσως – της απαντάει εκείνος – εάν και εσύ με τη σειρά σου με πείσεις ότι αξίζει αυτός ο κόπος». «Και τι να κάνω, πώς μπορώ να σε πείσω,»;
«Κοίτα καλή μου, εσύ θα ψάξεις να βρεις τον πιο κατάλληλο τρόπο, αν πράγματι με έχεις ανάγκη». «Εν τάξει Σωκράτη, μπορείς να έρχεσαι να με επισκέπτεσαι στο σπίτι μου ελεύθερα, όποτε θέλεις» του λέει η Θεοδότη, εννοώντας την ανταλλαγή εις είδος του εμπορεύματος και φυσικά το τσάμπα.

Ο Σωκράτης όμως δεν σταματά, και αυτό τον κάνει πραγματικά μεγάλο.
Πάει να της πάρει και το βρακί. Συνεχίζει: «Ξέρεις, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να σε αναλάβω, γιατί είμαι πιεσμένος σε χρόνο. Είμαι πνιγμένος από τις πολλές δημόσιες υποχρεώσεις μου και από τις ιδιωτικές υποθέσεις φίλων που δεν μου επιτρέπεται να τους εγκαταλείψω. Γιατί πολλοί μου έρχονται να τους αναλάβω, να τους μάθω κόλπα μαγικά, τσιριτζλάτζουλες και σχετικά τερτίπια».
«Καλά, ξέρεις και από τέτοια, Σωκράτη;» τον ρωτά με περιέργεια. «Ε, γιατί νομίζεις ότι δεν ξεκολλάνε από κοντά οι φίλοι μου, οι οποίοι ειρίστω εν παρόδω είναι πολύ αξιόλογοι άνθρωποι, όπως από εδώ ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης που δεν με αφήνουν να κάνω βήμα, και ο Κέβης και ο Σιμίας που μάλιστα έρχονται από τη Θήβα; Αυτά τα πράγματα δε γίνονται χωρίς κόλπα μαγικά, τζιριτζάτδουλες και ανάλογα τερτίπια».
«Μάθε μου τότε κι εμένα μερικά και για του σου λόγου σου το αληθές πρέπει να θέλξω πρώτα εσένα».

«Θα κάνω ότι μπορώ, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι σωστό να έρχομαι εγώ σε εσένα, αλλά εσύ που μου το ζητάς πρέπει να έρχεσαι σ’ εμένα. Αυτό δεν είναι το πρέπον;». «Έχεις δίκιο, Σωκράτη, εγώ πρέπει να έρχομαι στο σπίτι σου, σε παρακαλώ μόνο να με δέχεσαι». «Και βέβαια θα σε δέχομαι, Θεοδότη μου, αρκεί να μην έχω μέσα κάποια πιο αξιαγάπητη από εσένα».



Μη γίνεις ποτέ φιλόσοφος, σκέψου όμως σαν φιλόσοφος
Να ξεχωρίζεις το «είναι» από το «φαίνεσθαι».
Να στηλιτεύεις την ανθρώπινη ανοησία και να έχεις αναπτυγμένη την κριτική σου ικανότητα για να σου ανοίγει δρόμους.
Για να γίνει κάποιος φιλόσοφος χρειάζεται παιδικό μυαλό, ανδρική καρδιά και γυναικεία σκέψη.
Αυτά αρκούν, η πολύ γνώση τη φιλοσοφία τη χαλάει. Για να σκεφτεί όμως κάποιος σαν φιλόσοφος πρέπει έχει το νου ελεύθερο για να μπορεί να κρίνει.
Η κριτική ικανότητα είναι η σκαπάνη της φιλοσοφίας. Ο κάθε άνθρωπος είναι και φιλόσοφος, είπε ο Πόπερ, αλλά ο καλός φιλόσοφος είναι αυτός που στην καρδιά του έχει τις φιλοσοφίες όλων.

Μη γίνεις, όμως, ποτέ φιλόσοφος. Θα ζήσεις σαν αυτόκαυστη λαμπάδα, θα νοιώσεις την απογοήτευση, το θάνατο να σε χαϊδεύει. Θα σε πουν περιθωριακό, θα φθαρείς σε ετούτη τη ζωή, θα δίνεις χωρίς να παίρνεις. Μη γίνεις ποτέ φιλόσοφος, θα καταλήξεις στον πεσιμισμό, θα δεις ότι το μόνο που στη φύση που δεν έχει όρια, είναι η ανθρώπινη βλακεία.
Να σκέφτεσαι, όμως, πάντα ως φιλόσοφος, και για να συμβεί αυτό κάνε πρώτα κριτική στην ίδια τη φιλοσοφία. Είναι μια φενάκη – και η ζωή το ίδιο. Είναι μια απάτη – και η ζωή το ίδιο. Είναι μια αλήθεια – και η ζωή το ίδιο.

Το ψέμα είναι επίσης μια αλήθεια, η αλήθεια όμως δεν είναι ψέμα, άρα το ψέμα περικλείεται είναι η εκπεσμένη της αλήθειας ενεργούσα αδελφή. Αλήθεια και Αλητεία, διάλεξε ποια θα έχεις δίπλα σου, επέλεξε τη μορφή της ερωμένης του φιλόσοφου και πάρε τελικά τη μια σου γυναίκα.

Ο έρωτας είναι η πηγαία δύναμη της φιλοσοφίας. Για να αγαπήσεις τη ζωή σεβάσου πρώτα τη γυναίκα. Γυναίκα είναι η φιλοσοφία. Αγάπα το κάθε θηλυκό, μα πιότερο αυτό που είναι στη ψυχή αγνό και νέο.
Σκοπός σου είναι να είσαι προστάτης – οδηγός, προορισμός σου η υπέρβαση, παρέα σου ο χρόνος. Και όταν κάποια στιγμή αυτός σου κάνει τον τρανό, δώσε του μια πέτρα σπάργανο για να τον βαρυστομαχιάσεις. Taiming το λένε αυτό οι δυνατοί του Δία το μεγάλο κόλπο. Κάνε σαν θες το δυισμό, αλλά επέλεξε ως ολότητα το ένα, που ποτέ δεν είναι δυο, χωρίς να ξεχνάς ότι τα πάντα τα πολλά κάνουν τη μονάδα. Το όλον είναι έν και μια η πηγή του:
Το φως.

Μάθε να συμπεριφέρεσαι όμως πάντα ως φιλόσοφος, διαλέγοντας από τα πολλά, το ολοκληρωτικό το ένα.
Μάθε να φτάνεις στο μηδέν χωρίς να χάνεις τη μονάδα, μάθε να σκέφτεσαι σαν μικρός θεός χορεύοντας μόνος σου στην πίστα το ζεμπέκικο, με όλους πια μαζί στη Μεσαριά συρτάκι.

Μάθε να ζεις την κάθε σου στιγμή σα να ’τανε η τελευταία.
Τέλος, μάθε να έχεις για τα πάντα μια εκτίμηση, μα πρώτα απ’ όλα εκτίμησε τον ίδιο τον εαυτό σου. Και όταν κάποια στιγμή δεις τον Τάρταρο να σε καλεί, βρες τον τρόπο να του πεις να σου δείξει κι εκείνος αν μπορεί, την αυτο-εκτίμησή του. Τότε, σαν αντικρίσεις στα μάτια του να ζωγραφίζεται η απορία, πάει να πει πως χωρίς να γίνεις ποτέ φιλόσοφος, πέρασες το σκαλοπάτι το σοφό.

Έγινες πλέον, Άνθρωπος.

6/7/10

Αγγελοκαμωμένη μου



Tο γνησιότερο και πιο βασανισμένο τέκνο της Σύρου, ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι αυτός που έγραψε (εκτός όλων των άλλων αριστουργημάτων) τα ωραιότερα επίθετα στο ελληνικό τραγούδι.

Πήρε το μέρος του λόγου που κατ’ εξοχήν αφυδατώνει και βαραίνει την πρόταση και το ‘πλασε σ’ ένα μπριλάντι σκληρό και μοναδικό. Θυμηθείτε το και πέστε μου.
Ακούστε και κλείστε επιτέλους, τις τηλεοράσεις σας.

Αγγελοκαμωμένη μου
και λαμπαδόχυτή μου
Ομορφονιά της μάνας σου
και συντροφιά δική μου
Θα σ’ αγαπώ θα σ’ αγαπώ
διόλου δεν θα πάψω
ή κατά βάθος θα χαθώ
ή θα σε απολαύσω

Σ’ αφήνω την καληνυχτιά
Μηλιά μου με τους κλώνους
Πάω κι εγώ να κοιμηθώ
Με βάσανα και πόνους
Ζαχαροζυμωμένη μου
πέσε γλυκά κοιμήσου
και στ’ όνειρό σου να με δεις
σκλάβο και δουλευτή σου.

30/6/10

Τα ποιήματα της πνευματικότητος



Ένας άνθρωπος έστησε μια πνευματικότητα κοντά στη θάλασσα.
Ήταν από τσίγκο, σ’ ένα τελάρο ξύλινο βαμμένο με λαδομπογιά.
Το βράδυ την έριξε ο αέρας και σκότωσε ένα περαστικό.


Είχε πει πως η δική του πνευματικότης δε φοβάται τίποτα, ήταν νέου συστήματος.
Το τελάρο ήταν από ξύλο
εν συνδυασμώ με σιδερογωνίες.
Ήταν ωραία και μεγάλη, βαμμένη με ριπολίνα άσπρη, θαλασσιά και χρυσή.

Έγιναν και εγκαίνια. Υπήρχε κι ένας αρχιμανδρίτης.

Και χωρίς να φυσάει άνεμος, από κακό υπολογισμό, έπεσε η πνευματικότης την ώρα του αγιασμού. Το τί γίνηκε δεν περιγράφεται. Ο παπάς πληγώθηκε.
Η γυναίκα
του δημάρχου έπαθε διάσειση. Τους πήγαν όλους στο νοσοκομείο.


Οι άλλες πνευματικότητες που πέσανε, πέφτουνε γιατι κάτι τους λείπει.
Κάποιος κακός υπολογισμός γίνεται. Εγώ ετοιμάζω να στήσω μια καινούρια και είμαι
αισιόδοξος. Μα κι αν πέσει θα κάνω μιαν άλλη, ακόμα πιο τέλεια.
Ξέρω καλά την τέχνη μου.


Εγώ δε θα στήσω ποτέ μου πια πνευματικότητα και υπερηφανεύομαι για αυτή μου την απόφαση. Ατυχήματα και σκοτωμοί είναι το τέλος κάθε πνευματικότητος.
Ανθρωποι και ζώα σκοτώνονται από την πτώση τους, αντρες στο άνθος της ηλικίας τους, θύματα της περιέργειάς των, κι ανύποπτα άλογα, σκύλοι και γάτες και πρόβατα,
που κατα τύχην περνούν από κει.


Όχι πια άλλες πνευματικότητες.


Αλλά ποιος είναι πρόθυμος να σ΄ακούσει;


Γιάννης Τσαρούχης

15/6/10

Η μανά σου η Ελλάς, στου κόσμου τα λιμάνια χάνεται ...



Αν φανταζόταν το Αβέρωφ ότι θα ερχόταν η στιγμή, στο όνομα της Επαίσχυντης χλιδής, να χαρακώνεται το κατάστρωμά του από 12ποντα στιλέτα μοντελοπνιγμένων, να καίγεται από τις γόπες των ποδοπατημένων αποτσίγαρων (που να πας μέχρι το τασάκι μωρέ... δεν έχει και πρόχειρες Φιλιππινέζες να τα πετάξουν), και να "μεθούσε" από τη χυμένη πανάκριβη Σαμπάνια.... τότε θα αυτοβυθιζόταν.



Δεν μου καίγεται καρφί για το τι απέγινε ο αρχιπλοίαρχος του "Αβέρωφ". Ηταν το εύκολο εξιλαστήριο θύμα. Ο αληθινός υπεύθυνος, το πλούσιο κωλόπαιδο που μετέτρεψε τα "Ποσειδώνια" σε πριβέ πάρτυ, δεν θα χάσει ούτε μια ώρα από το μακάριο ύπνο του. Ίσως όμως τα υπόλοιπα πλούσια κωλόπαιδα να το σκεφτούν πλέον δυο φορές πριν αγκαζάρουν Ο,ΤΙ τους καυλώσει.



"Για μια ακόμη νύχτα πλούσιοι και φτωχοί θα κοιμηθούν κάτω από τον ίδιο ουρανό. Ανησυχώ για τον Λεό. Είναι τόσο ταραγμένος. Ακούει όλους αυτούς στα κανάλια, που τον βρίζουν, χωρίς καν να τον γνωρίζουν. Χαϊδεύω τα μαλλιά του και του ψιθυρίζω: "Αγάπη μου, δεν μιλούν οι ίδιοι. Μιλάει ο φθόνος."

(Απόσπασμα από το ημερολόγιο της Μαριέτας Χρουσαλά)



Κατόπιν εορτής: Υποθέτω ότι η Ακρόπολη παραχωρείται μόνο όταν παντρευτείς μεγαλοεργολάβο.

8/6/10

Ρούχα από δεύτερο χέρι



Φουστάνια σκαλωμένα στις ελιές στην όχθη της θάλασσας. Μια ατσαλάκωτη στολή κλειδωμένη στη σιφονιέρα. Βάτα για πουκάμισα. Ροδακινιά πανιά στη μοναξιά των κορμιών. Καρφίτσες που υπενθυμίζουν ή πονούν. Ψαλίδια που απειλούν ή καταρρακώνουν.

Όνειρα σαν κουρελάκια από υφάσματα ακριβά. Δανεικές ζωές σα ρούχα από δεύτερο χέρι, σα ρολόι για το θέατρο.

Ο αέρας έπαιρνε την κουρτίνα και την ανέμιζε έξω από το παράθυρο. Σαν παντιέρα. Κοίταξε γύρω της. Όλα τακτοποιημένα, "τσίτα", όπως έλεγε η μητέρα. Η παντιέρα. Το κουρτινάκι στο παράθυρο της κουζίνας.

Το καράβι. Το δικό σου καράβι...

Πίσω από την ανοιχτή αυλαία, η ζωή αυτοσυστήνεται. Αποδυόμενη ρόλους και προσχήματα, κωμικά επική, ζητά να της αναγνωριστεί, τουλάχιστον, το ταλέντο της μοδίστρας.

31/5/10

Της ζωής....



"Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
Εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές
απ' την αυριανή ευτυχία του κόσμου.

Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας."

Τάσος Λειβαδίτης


23/5/10

Μεταμεσονύχτιες σκέψεις



"Ο σοφός είναι δειλός και ο γενναίος ηλίθιος".

Έτσι συνήθως συμβαίνει, καθώς η σκέψη οδηγεί στην αδράνεια. Ωστόσο, αυτός ο γαμημένος μύκητας -για την ανθρωπότητα μιλάω πάντα- προχωράει ένα βήμα μπροστά μονάχα στα αραιά διαλείμματα που οι σοφοί έχουν αρχίδια και οι ηλίθιοι κλάνουν μέντες.

Έπειτα, φτου κι από την αρχή.

20/5/10

Golden boys και χαρούμενες πόρνες

Και συ λαέ βασανισμένε...μην ξεχνάς τις ευθύνες σου



Τραγέλαφος.

Κάθε μεταπολιτευτική κυβέρνηση κατά κανόνα, διπλασιάζει το έλλειμμα της προηγούμενης.

Επί δεκαετίες παίρνουμε τα χρήματα της τρισκατάρατης ΕΕ ( μπροστά στα οποία ωχριά η μεταπολεμική αμερικανική βοήθεια ) και τα τρώμε χωρίς να μείνει λεπτό για ανάπτυξη και υποδομές.

Παίζουμε στο χρηματιστήριο τις οικονομίες δύο γενεών επειδή κάποιος Παπαντωνίου μας το είπε.

Ακούμε τον Κλίντον να λέει ότι είμαστε από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου και το πιστεύουμε.



Βυθιζόμαστε σε ένα όργιο καταναλωτισμού ξοδεύοντας και τα μελλοντικά μας εισοδήματα επειδή οι τράπεζες "μας δίνουν" ξαφνικά αφειδώς και χωρίς καμιάν εγγύηση δάνεια.

Ξοδεύουμε για Ολυμπιακούς χρήματα που δεν έχουμε και δεν θα πάρουμε ποτέ πίσω επειδή το είπε η Γιάννα και ο Αβραμόπουλος.

Ακούμε για την ισχυρή Ελλάδα από τον Σημίτη και το χάφτουμε.

Στέλνουμε τα παιδιά μας στα ιδιωτικά και το εξωτερικό να σπουδάσουν μάνατζερ και ψυχολόγοι και τους υποσχόμαστε ότι δεν θα δουλέψουν ποτέ σε "ταπεινά" επαγγέλματα.

Απασχολούμε τους μετανάστες χωρίς ένσημα και νοιώθουμε ξαφνικά πλούσιοι.

Βλέπουμε τα λαμόγια να θησαυρίζουν και τους πολιτικούς να διαφθείρονται και τους ξαναψηφίζουμε.



Στέλνουμε τις κόρες μας στα πορνεία της τηλεόρασης να αφομοιώσουν τον ρόλο της χαρούμενης πόρνης μήπως και τυλίξουν κάναν λεφτά και λύσουν το πρόβλημα της ζωής τους.

Μια χώρα υπό πτώχευση. Μια δημόσια διοίκηση διεφθαρμένη. Ακραίες ανισότητες, παράνομος πλουτισμός, παραγωγική βάση μηδέν.

Και ημείς άδομεν...



Εκτός από την υποβαθμισμένη παιδεία διαθέτουμε την χειρότερη κοινωνική παιδεία που είχε ποτέ αυτή η χώρα. Golden boys και χαρούμενες πόρνες - αυτή είναι η κοινωνική μας εκπαίδευση...

Αλλά όχι. Εμείς δεν φταίμε σε τίποτα. Μας παρέσυραν. Είδαμε το τυρί αλλά όχι την παγίδα...

Δεν υπάρχει λοιπόν εθνικό πρόβλημα που χρειάζεται συστράτευση των υγιών δυνάμεων. Πάμε σαν άλλοτε...



Άλλωστε σύντομα:

Η ανύπαρκτη παραγωγική βάση θα δημιουργηθεί ως εκ θαύματος.
Τα λαμόγια θα επιστρέψουν τα χρήματα οικειοθελώς.
Οι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι θα ζητήσουν συγγνώμη και θα χαρίσουν τις βίλες τους στο δημόσιο για αναδιανομή.
Οι τράπεζες θα σταματήσουν την τοκογλυφία και θα διανείμουν τα κέρδη τους στους φτωχούς και οι μοιραίοι πολιτικοί της Ραφήνας και του Κολωνακίου θα ανασκουμπωθούν και θα διορθώσουν τα εγκλήματά τους αφού εξομολογηθούν στον Άγιο Βατοπεδινό.
Η Εκκλησία θα δεχτεί έλεγχο στα οικονομικά της και θα καταβάλει αναδρομικά τους φόρους που της χαρίστηκαν.
Το ΚΚΕ θα δηλώσει τις εταιρείες του και θα μοιράσει ενίσχυση στους ψηφοφόρους του και τα επαγγελματικά στελέχη της Κουμουνδούρου θα αρνηθούν την αεργία της κρατικής επιχορήγησης και θα πιάσουν δουλειά...απολύοντας το συγγενολόι και τους κολλητούς που έχουν βολέψει δίπλα τους.

Τι λέτε μωρέ; Κι έπειτα σας φταίει ο Κύρκος που στα 85 του καλεί σε εθνική συστράτευση!

Και η ανανεωτική αριστερά που πασχίζει να ανασυγκροτηθεί και να εκφέρει αυτόνομο πολιτικό λόγο και προτάσεις εξόδου από την κρίση...
Μα τόσο βολεμένοι είσαστε φίλοι μου ή παραμένετε τόσο ανόητοι;


Πηγή:Aριστερη Στρουθοκάμηλος

14/5/10

Κάποιος



Κάποιος είναι απέξω στον κήπο,
τα τσιγάρα του σβήνει στη γλάστρα,
κάποιος μένει εδώ όταν λείπω,
βρήκα ξένο μπλουτζίν στην κρεμάστρα.

Κάποιος πάει πρωί στη δουλειά μου,
μου χρεώνει μ’ αηδίες την κάρτα,
βγάζει βόλτα μετά τα σκυλιά μου
και στους φίλους μου φέρεται σκάρτα.

Κάποιος λέει ''σ’ αγαπώ'' σε μια ξένη,
μα είναι ξένος μπροστά στην αγάπη,
ξεκλειδώνει τις νύχτες και μπαίνει
στου μυαλού μου το μαύρο ντουλάπι.

Κάποιος κλαίει μπροστά στον καθρέφτη
και εγώ του σκουπίζω τα μάτια,
κάποιος σκύβει στο χάος και πέφτει
και μετά τον μαζεύω κομμάτια.

23/4/10

Οι κανόνες του ΔΝΤ



Ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ κ. Στρος-Καν μίλησε για την ανάγκη θυσιών από τον ελληνικό λαό.



Ξεκαθάρισε πως η Ελλάδα, η οποία όπως είπε βρίσκεται σε σοβαρή κατάσταση, θα κληθεί να ακολουθήσει τους κανόνες του Ταμείου χωρίς ξεχωριστή μεταχείριση.

15/4/10

Το μαγικό λυχνάρι της ζωής



Παραπεταμένα λυχνάρια αγοράζω
ένα πνεύμα ξεχασμένο ίσως βρω…
Τρεις ευχές να ζητά, μα εγώ να κοιτάζω
στα μαγικά του τα μάτια τον χαμένο καιρό.

Ένα πνεύμα,να το λένε Αντώνη, Βαγγέλη ή Νικόλα
να μη μου μιλά μα να ακούγονται όλα.
Των ονείρων η πόλη με τα φώτα σβηστά
οι μεγάλες αγάπες με δυο χείλη κλειστά…

Να του λέω Αντώνη μην κοιτάς το φεγγάρι
να του λέω Βαγγέλη να κοιτάς πιο κοντά
να του λέω Νικόλα πόση φόρα είχες πάρει
και μας πήγες τις ζωές μας τόσο μακριά;

Η μαργαρίτα εκείνη που μαδούσαμε Αντώνη
δεν ήταν λουλούδι, ήταν η δική μας κοπέλα
ήταν η μαγική μας η πόλη Βαγγέλη που λιώνει
ήταν ο χρόνος Νικόλα που μας έλεγε έλα…

Και τώρα κρύψου Αντώνη, φύγε Βαγγέλη
χάσου κι εσύ ρε Νικόλα
πως γίνατε όλα τα λυχνάρια μια αγέλη;
Άδεια λυχνάρια πως γίνανε όλα;

11/4/10

Tου χεριού σου η χάση



Μου είχες πει μια φορά
«ό,τι τρέμει πονά
και γυρεύει ένα χέρι να πιάσει»

Είχε αέρα η βραδιά
και φεγγάρι στη χάση

Τώρα φυσάει ξανά
το φεγγάρι ψηλά
μα το άγγιγμα σου θα έχει γεράσει

Γιατί τρέμω πολύ
και το χέρι δε λέει να περάσει.

Γιώργος Ποταμίτης

6/4/10

Παρασκήνια ζωής



Τι κι’ αν περνάει;
Αυτή ειν’ η μοίρα του χρόνου.
«Που πας;» ρωτάω.
Απαντά: «Που να ξέρω;
Εσύ ξέρεις που πας;»



Δεν θα ζήσεις ποτέ αληθινά
αν δεν αποφασίσεις: η πυξίδα,
τρεμουλιάζει ή τρεμοπαίζει;



Τα πέντε γράμματα της λέξης Αmore
φλογίζουν κάθε δάχτυλο κάθε φορά που σε χαϊδεύω.
Αλλά είμαι περαστικός. Πρέπει να συνεχίσω.
Η λέξη αγάπη θα είναι ένα δάχτυλο λιγότερο.



Κάθομαι συχνά στην αναπαυτική πολυθρόνα
και ρίχνω ατέλειωτες ματιές στο τηλέφωνο
χρώματος μενεξεδί
με κομψές καμπύλες
σαν γλυπτό του Αρπ

Απλώνω το χέρι μου ενστικτωδώς και χαιδεύω
τους αριθμημένους ομφαλούς του
παρατηρώ με θαυμασμό τις διαθέσεις του
την απαράμιλλη εγγαστριμυθία του
και πόσο θα’ θελα να σχηματίσω
άλλο αριθμό για την ζωή μου.

Ποίηση Γιάννη Γκούμα

9/3/10

Kάτι ξεχασμένα γράμματα


... σου γράφω πάλι κρυφά απ’ τον καιρό
βλέπεις δεν θέλει ο καιρός να έρχομαι σε εσένα
γιατί δεν ξέρει τι θα πει «κοντά σου ξαναζώ»
ούτε που ξέρει πως μιλούν μέσα μου τα θαμμένα

μα όσο σου γράφω γύρω μου ξεθάβονται οι ώρες
κι ακούγονται σαν σε ηχώ κάτι παλιές χαρές μας
μα λασπωμένα βήματα από μεγάλες μπόρες
θολώνουνε τη μνήμη μου, αν ήτανε δικές μας

θυμάμαι μόνο που έσκαβε επάνω μας ο χρόνος
θυμάμαι που μας έπαιρνε σιγά σιγά η συνήθεια
και έμενε στη θέση μας σαν ξένος ένας πόνος
θυμάμαι κι όσα ψέματα μας έλεγε η αλήθεια…

πες μου θυμάσαι τίποτα απ’ όσα μου λένε οι ώρες;
θυμάσαι τίνος τις χαρές λασπώσανε οι μπόρες;
γράψε μου σε παρακαλώ κι αν ήτανε χαρές μας
κείνες που λέει η ηχώ πως ήτανε δικές μας.


5/3/10

To έλαβες;



Σου ταχυδρόμησα ένα βότσαλο
χθες.

Στην άμπωτη το βρήκα
τη σαρκοφάγο κάθε πλημμυρίδας.

Ολόιδιο με πετρωμένο πρόσωπο λυγμού
απροσδιορίστου ηλικίας
– άγνωστο πότε εισχώρησε στο στέρνο μας
αυτό το θορυβώδες φέρσιμο των δακρύων
ούτε ξεκαθάρισε ποτέ
αν ο λυγμός είναι προϊόν των γεγονότων
για η κανονική ανάσα των ονείρων.

Ίδιο με πρόσωπο λυγμού.
Στενότερος του δέοντος
ο δρόμος του μετώπου
λίγο φουρνέλο στα ζυγωματικά
το στόμα λειωμένο
– είθε από τα’ ασίγαστα φιλιά
που του ‘δινε το κύμα.

Άθικτες οι κόγχες των ματιών.
Η μία μισάνοιχτη φρικιώσα
να περιγράψει τον διαρρήκτη
ή άλλη κούφια ορθάνοιχτη
να τον καθιερώσει.

Μόλις το λάβεις

εσύ που ξέρεις να πεταλώνεις χρώματα
και να δαμάζεις ποιάν απόχρωση
παίρνει το ακατόρθωτο όταν αφηνιάζει
ζωγράφισέ μου σε παρακαλώ
αυτές τις άδειες κόγχες
με χρώμα βαρύ, σιδερένιο, κλειστό
διπλαμπαρωμένο
να μοιάζουνε απόρθητες

στη μία να φυλάσσονται τ' αμέτρητα
τ' αμύθητα στην άλλη

να ξεγελιέμαι να μη βλέπω

να χάσκουν τόσο αδειανά
λεηλατημένα
αυτά τα θησαυροφυλάκια όσων είδαν

και τι δεν είδανε τα μάτια μας.


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Από την ποιητική συλλογή της «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»

24/2/10

Αστικόν το-πύον



Ανάμεσα στους πιο κακοφωτισμένους δρόμους της πόλης μου υπάρχουν κατι στενά σοκάκια, σκοτεινά και βρώμικα και πάντοτε βρεγμένα.

Κάποτε, λένε, κάποιοι ίσως ζούσαν εκει μέσα.

Τώρα πια – αν τα βρεις – ακούς μόνο ψιθύρους, μοιάζουν με το θόρυβο που κάνει το τσιγάρο σου όταν ανάβει ή μια ηλεκτρική λάμπα που ετοιμάζεται να ξεψυχήσει.

Σαν αυτή που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι μου.

Ακούω το βιολί από το διπλανό διαμέρισμα. Ένας τοίχος μας χωρίζει μονάχα.

Οι τοίχοι ποτέ δεν τα κατάφερναν με τις νότες.

Ούτε ο διπλανός.

Ψιχαλίζει απόψε, κάποιος ετοιμάζει μια βαλίτσα, κάποιος άλλος μια ληστεία.

Ο ένας ανυπομονεί να φύγει, ο άλλος να ληστέψει το σπίτι του.

Το ταβάνι στάζει, η ταπετσαρία είναι σχισμένη σε εκατό σημεία.

Το βιβλίο που διαβάζω δεν έχει την τελευταία σελίδα. Ούτε και την πρώτη. Ίσως τελικά να ήταν η ίδια.

Το ποτήρι μου είναι πάλι στεγνό. Το στόμα μου το ίδιο και το φως της λάμπας κίτρινο.

Εκείνη κοιτάζει το ταβάνι, ήσυχη. Εκείνος νομίζει ότι της κάνει έρωτα.

Το κρεβάτι συγκρατιέται να μην τρίξει και ξυπνήσει το πεθαμένο πάθος.

Θέλω να το σπάσω το γαμημένο το κρεβάτι σου.

Θέλω να βγω έξω και να τα σπάσω όλα.

Κάποιες βιτρίνες μας κοιτάζουν σοβαρές. Κάποιες άλλες κάνουν εκπτώσεις.

Μικρός ήθελα να γίνω σκουπιδιάρης. Να πηγαίνω βόλτα μες στη νύχτα κρεμασμένος πίσω από τη σκουπιδιάρα. Και να νιώθω τις ψιχάλες στο πρόσωπο μου.

Οι τηλεοράσεις δείχνουν τα ίδια παγωμένα χαμόγελα . Οι κανάπεδες τις φλερτάρουν με ουίσκια και μπύρες. Το σπίτι είναι κρύο, όλη η πολυκατοικία είναι κρύα και στην κορυφή της οι κεραίες προσπαθούν να φτάσουν τα σύννεφα.

Μια οικογένεια ετοιμάζεται να γευματίσει. Το πεζοδρόμιο έχει φτάσει μέχρι την τραπεζαρία τους.

Και τα λεωφορεία πιτσιλάνε το καλαθάκι με το ψωμί.

Τα παιδιά κυνηγάνε τον κουτσό στην πλατεία.

Του πετάνε μολότωφ και κέρματα.

Οι παπάδες γελάνε, οι περιπτεράδες μαζεύουν τα κέρματα. Μπορεί και ανάποδα.

Στο ίδιο πάντα μπαρ, μεθυσμένος, αγκαλιά με τον υπόνομο, ξερνάει και το αλκοολ φτάνει βαθιά μέσα στη μήτρα της πόλης. Εκείνη όμως δεν πρόκειται να μεθύσει ποτέ. Έτσι δεν είναι;

Η φωνή του γδέρνει το λαιμό του. Η ηχώ των υπονόμων γδέρνει το μυαλό του. Και κάπου παραδίπλα, μέσα στα σκοτεινά σοκάκια, νομίζεις πως ακούς ψιθύρους.

Όμως δεν υπάρχει τίποτα για να ακούσεις.

Οι πόλεις μας έγιναν σιωπηλά φρούρια. Και μεις σιωπηλοί φρουροί τους.

Ψιχαλίζει απόψε, η πόλη βιάζεται να κοιμηθεί...


Ο ιππότης του Πύργου

6/2/10

Εγώ κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μπερδεμένα



Εγώ κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μπερδεμένα, αμφίθυμα, μονίμως σαστισμένα πρόσωπα. Και αιτία δεν αποτελεί (μονάχα) η οικονομική κρίση…

Βλέπω παντρεμένα ζευγάρια να περιφέρουν την πλήξη τους σε οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις και να το ομολογούν –αν λίγο τους τσιγκλήσεις- ότι έχουν συνειδητά θυσιάσει τους χυμούς του κρεββατιού στη θαλπωρή της μονιμότητας ή ακόμα κι ότι οι δόσεις του στεγαστικού δανείου δεν τους επιτρέπουν να χωρίσουν…
Βλέπω «ελεύθερους» τριαντασαραντάρηδες να βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη, αγχωμένη κινητικότητα: να αλλάζουν αγκαλιά κάθε τρεις μήνες ή κάθε δυό εβδομάδες, έχοντας προ πολλού λησμονήσει τι –στο περίπου έστω- ψάχνουν στον άλλον…

Βλέπω αγόρια και κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να θεοποιούν τον σκύλο τους, τον ψυχαναλυτή τους ή έναν προ πολλού χαμένο έρωτα… Βλέπω γυναικοπαρέες να διυλίζουν τους αρσενικούς κώνωπες, άντρες που είτε βαριούνται είτε διστάζουν να φλερτάρουν, ανθρώπους που έχουν εξιδανικεύσει τη μοναξιά τους, βαφτίζοντας την ανεξαρτησία… Υποψιάζομαι με στοιχεία ότι στη σημερινή Ελλάδα οι ομοφυλόφιλοι κάνουν πολλαπλάσιο σεξ από τους ετεροφυλόφιλους. Υπέροχο για τους μεν, θλιβερό για τους δε.

Ως στερνοπαίδι λόγω ηλικίας της σεξουαλικής επανάστασης του ’60, πιστεύω ακράδαντα πως δεν υπάρχει πιο ευθύς δρόμος προς την ευτυχία από «μία παλάμη σε ένα στήθος, ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται, ένα βυζί που αποκαλύπτεται, ενώ ο τοξότης με τα βέλη λάμπει ψηλά στον ουρανό, άνευ ορίων, άνευ όρων…» όπως το θέτει ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Δέχομαι ότι μας έλαχε μια εποχή αβεβαιότητας: οι ρόλοι και οι σχέσεις των φύλων έχουν αποδομηθεί, η παραδοσιακή οικογένεια έχει αποσυντεθεί, οι παντός είδους ανασφάλειες έχουν θεριέψει. Μα δεν ανέχομαι να περάσουμε τη μισή μας ζωή σαν κάτι μημουάπτου παραθεριστές που ολοένα βρέχουν το πόδι τους στη θάλασσα και ολοένα αναβάλλουν τη βουτιά.

Με κινητήρια δύναμη την κάβλα και πυξίδα την αγάπη, ας αναλάβουμε επιτέλους τα ρίσκα μας. Όλα τα ενδεχόμενα ανοίγονται πάντα μπροστά μας, ακόμα και το τραγικότερο. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι ο Φοίνικας (και ας τον καπηλεύτηκε η χούντα) ήταν και παραμένει το θρυλικό πουλί, το οποίο αναγεννάται πάντοτε από τις ίδιες του τις στάχτες.

-Δηλαδή όλοι εμείς.-

24/1/10

ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ

Γυμνό Σώμα

Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.
Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αφτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή-
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.

Αθήνα 24.9.80
Γ.Ριτσος

Το σώμα -λέει-
στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα
άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω
παίρνω τη νάϋλον σακούλα
μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
για τις άγριες γάτες της γειτονιάς
στα διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω με τους μουσικούς
στα σκοτεινά παρασκήνια-
τι απέραντη απόσταση διανύω
απ’ το σώμα σου
έως το σώμα σου.

Αθήνα 19.11.80Γ.Ριτσος

11/1/10

Δήμιος Γυναικών



(αποσπάσματα)
...

"Το κρεβάτι είναι το μόνο μέρος που βασιλεύει μια δίκαιη ανισότητα" σκέφτηκεν ο Όσκαρ, που 'χεν εφεύρει αυτό τον ορισμό...
...Κάτω από τα ρούχα της μαντάμ Ντε Μπρεό, ανακάλυψε ένα μακρύ ηλιοψημένο κορμί χωρίς εσώρρουχα, δυο μεγάλα κι απαλά στήθια, ένα ψηλό κι απαλό πισινό, μιαν απαλή κοιλιά. Όλα της ήταν απαλά. Η απαλή επιδερμίδα άρεσε στον Όσκαρ, τον ερέθιζε. Το μόνο πράμα που δεν του άρεσε, ήτανε στο τέλος της πράξης, λίγο πριν τον οργασμό. Εκείνη κουλουριάστηκε και τον εμπόδισε να τελειώσει κι αυτός. Χωρίς να λογαριάσουμε πως ακριβώς τη στιγμή του οργασμού της, έχυνε πολύ σα να ουρούσε, προκαλώντας φαγούρα σ' όλο τ' όργανό του, όταν το τράβηξε από μέσα της.
Τώρα βρίσκονταν ξαπλωμένοι ανάσκελα και κείνη του χάιδευε μ' ευγνωμοσύνη τα μαλλιά, ενώ κείνος εξερευνούσε με περιέργεια την είσοδο του ηβαίου της, που το κρατούσε ολάνοιχτο με τα δάχτυλά του. Η Ζενεβιέβ ρώτησε:

-"Κι εσύ; Δε τελειώνεις ποτέ";

-"Μου χρειάζεται πιο πολλή ώρα", απάντησεν αυτός, χαϊδεύοντας τον περίγυρο του γεννητικού της οργάνου.

Η σχεδιάστρια μόδας είχε φουσκωτή κλειτορίδα κι έναν κόλπο με απλή κατασκευή, σχεδόν χονδροειδή. Ο Όσκαρ είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως αυτό το σημείο του γυναικείου σώματος ήθελεν ιδιαίτερη μεταχείριση, ότι δε πρέπει να το γλύφει κανείς άγρια, ούτε να μπαίνει μέσα χωρίς να το 'χει προετοιμάσει και μελετήσει σε βάθος. Ο κόλπος ήταν ιδιαίτερο πλάσμα, που αγαπούσε τα χάδια και τα παιγνίδια, όπως τα μικρά παιδιά τις καραμέλες και τις σοκολάτες. Πλησίαζε λοιπόν πάντα μ' αυτό το πνεύμα κι όχι σα να πήγαινε ν' ανοίξει τρύπα στον τοίχο, πράμα που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους περισσότερους άντρες. Ακόμα κι η Νατάσα του αναγνώριζεν ειλικρινά, πως αφιέρωνε στο Μουνάκι της μιαν εντελώς ιδιαίτερη λατρεία.

-"Αχ τί ωραία!" αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς της η μαντάμ Ντε Μπρεό. "Τί ωραία! Νομίζω πως ονειρεύομαι..."

Κρίνοντας από τους αλλεπάλληλους σπασμούς που συνόδευαν τον οργασμό της Ζενεβιέβ, ο Όσκαρ συμπέρανε πως είχε πολύ καιρό να σμίξει μ' άντρα και συνέχισε να περιφέρει το δάχτυλό του πάνω στο όρος της Αφροδίτης, αλλά κι άλλους ιερούς τόπους, σκεπασμένους με το σκούρο τρίχωμα που 'ζωνε το μουνί της. Περιέργως τα μαλλιά της ήτανε κοκκινωπά, λεπτομέρεια που 'φερνε κάποια σχετική παραφωνία στη κατά τ' άλλα πολύ σικ εμφάνιση της σχεδιάστριας.

-"Αχ..." εξακολούθησε να στενάζει εκστατικά, "τί ωραία! Αχ..."



Θέλοντας φαίνεται να ευχαριστήσει τον Όσκαρ για την ηδονή που της είχε προκαλέσει, ανασηκώθηκε κι έστριψε το κεφάλι της κατά τ' όργανό του. Την άφησε να διπλωθεί στα δυο, να σουρθεί πάνω στα ξεθωριασμένα σεντόνια του και φτάνοντας στο ύψος των ποδιών του, να εξαφανίσει το αντικείμενο του πόθου της μες στο μεγάλο κι απαλό της στόμα. Δε θεώρησε καλό να την απογοητεύσει, λέγοντάς της πως αν κι ένιωθε σχετικήν απόλαυση μ' αυτό το είδος σεξουαλικής πράξης, σπάνια έφτανε στον οργασμό. Αυτός ο τρόπος του έρωτα στερούσε από τον Όσκαρ τη δυνατότητα να υποτάξει τη γυναίκα στη θέλησή και στον έλεγχό του. Η συνήθεια που 'χε να κάθεται ξαφνικά πάνω στο στήθος των κοριτσιών και να τους χώνει τ' όργανό του στο στόμα τους, ήτανε πιο πολύ επίδειξη δύναμης παρά απόλαυση. Ο σκοπός αυτής της παράστασης ήταν η συντριβή κάθε αντίστασης κι η παραδοχή από το κορίτσι πως δεν ήτανε τίποτ' άλλο παρά εν απλό αντικείμενο. Αν όμως καθόταν ήσυχα σα φρόνιμο παιδί κι άφηνε το πιο ευαίσθητο σημείο του σώματός του στις καλές φροντίδες της ερωτικής συντρόφου του, η κατάσταση άλλαζε. Αν μάλιστα η γυναίκα ήταν άπειρη, έχανε ακόμα και τη στύση του. Η απόλαυση του Όσκαρ άρχιζε με τον αγώνα ενάντια στην αντίπαλο, με τη νίκη που κέρδιζε χώνοντας τ' όπλο του στο κορμί της.



Η Ζενεβιέβ έκανε ό,τι μπορούσε. Έγλυφε ευσυνείδητα, από τη βάλανο ως τη ρίζα, αλλά χωρίς να το θέλει, πέρασε από το γλύψιμο στο ρούφηγμα. Ρούφαγε όλο και πιο βαθιά, έτσι που άρχισε να πνίγεται. Μισοπνιγμένη, τράβηξε τ' όργανο του Όσκαρ από το λαρύγγι της για να πάρει ανάσα κι εκείνος τη σταμάτησε τρυφερά.

-"Φτάνει Τζη, δε μου αρέσει και τόσο αυτός ο τρόπος..."

-"Στους περισσότερους άντρες αρέσει", απάντησε κείνη, παραμερίζοντας τα μαλλιά που της έπεφταν στο πρόσωπο και γλύφοντας τις άκρες των χειλιών της. "Εξάλλου μυρίζει όμορφα κι αφήνει μια γλυκειά γεύση στο στόμα".

-"Δεν είμαι σα τους περισσότερους άντρες Ζενεβιέβ, είμαι από τους σπάνιους".

-"Τί είναι αυτά κει στον τοίχο;" ρώτησε ξαφνικά η γυναίκα, δείχνοντας τη λαιμαριά με τα μεταλλικά καρφιά και το μαύρο μαστίγιο με τις εφτά λουρίδες, που κρεμόντανε πάνω από τη τουαλέτα.

Απ' όλο το σχετικόν εξοπλισμό, ο Όσκαρ είχε κρεμάσει μόνον αυτά τα δυο μη θέλοντας να τρομάξει τις καμαριέρες που, έστω κι αραιά, μπαίνανε πάντως για να συγυρίσουνε το δωμάτιο.

-"Έίναι S & M", εξήγησεν ο Όσκαρ, με ψεύτικην αδιαφορία. Η Ζενεβιέβ χαμογέλασε με κάποιαν έκπληξη, ξανακοίταξε τη λαιμαριά και το μαστίγιο και παίρνοντας από το κομοδίνο το ποτήρι με το ουίσκι, κατέβασε μια γερή γουλιά. Ύστερα ρώτησε:

-"Είσαι... σαδο-μαζόχας";

-"Α... αυτό δε το ξέρω", απάντησε κείνος, "κατά κάποιο τρόπο, ναι. Δοκιμάζω διάφορους τρόπους για ν' αυξήσω την ηδονή. Αθώα πράματα χωρίς δυσάρεστες συνέπειες".

-"Πρέπει να φύγω".

Ανασηκώθηκε και φίλησε τον Όσκαρ, που αναγνώρισε στο στόμα της τη μυρωδιά του πέους του. Οι ρυτίδες της ακουμπήσανε στο πρόσωπό του και σκέφτηκε πως θα τα 'χε περασμένα τα πενήντα, μιας κι οι χαρακιές στο πρόσωπό της ήτανε βαθιές και δείχναν ακόμα πιότερο, όταν το πρόσωπο ήταν ηλιοψημένο.

...

Toυ Limonov Eduard

1/1/10

Καλη Χρονια !


Σμαραγδότιμοι σοδομιστές
Όλα τους τα βίτσια ακατάληπτα
Κανείς δεν τους αναγνωρίζει
Κανείς δεν αναγνωρίζει το σαδιστικό τους βλέμμα
Ντύνουνε τις γυναίκες τους
με πρόστυχα πουτανιάρικα κιλοτάκια.
Οι φαντασιώσεις τους
δεν είναι καθόλου ισχνές.
Κάποιες φορές τίποτα δεν είναι τσάμπα
Όλα πληρώνονται
Μια πίπα , διπλό γαμήσι , μαστίγωμα
300 ευρώ την ώρα.
Ντύσε με
στόλισέ με σαν ξεκολιάρα και πάρε με...
Δεν αποδεσμεύομαι
από τις υποχρεώσεις της ερωμένης σου.
Η ονειρεμένη σου μοιάζει με άγρια γιογκίνι
που ψιθυρίζει
ταντρικές μάντρες
με συνοδία τυμπάνων
και ωδές μοναχών.
Η αγρία γιογκίνι που ψάχνεις
είναι τη μια στιγμή ζωντανή
την άλλη πεθαμένη
Ήτανε φωτεινή , εκθαμπωτική ,
γεμάτη ζουμιά στα μπούτια της ,
τα μάτια της αναποδογυρισμένα
από την ηδονή που της πρόσφερες ,
το κορμί της κόκκινο , ερεθισμένο ,
σημαδεμένο.
Ήτανε υποχρεωμένη να είναι υπάκουη ,
πρόθυμη και υπάκουη.
Έσβησε , στέγνωσε , στέρεψε ,
μιζέριασε μέσα στο υπέροχο ονειρό σου.
Ρυτίδιασαν οι απολαύσεις της
Οι απολαύσεις της ρυτίδιασαν.
Η γυμνή ωμότητα του ενστίκτου.
Μια αγριεμένη νύμφη των υποχθόνιων νυκτελίων.
Όλοι μεθυσμένοι , εκστασιασμένοι ,
μανιασμένοι με λύσσα
από τα ψυχεδελικά ποτά
της γιορτής του ενστίκτου.
Γιορτάζει η καλοσύνη απόψε
Γιορτάζει ο έρωτας
Γιορτάζει η αγάπη
Γιορτάζει ο αυθορμητισμός
Γιορτάζουν τα βαθιά ένστικτά μας απόψε
Γιορτάζει ο πόθος , η κάβλα , η τρέλα
Γιορτάζουν οι αφροί
που ξεχυλίζουν απ’ όλο μου το κορμί
Γιορτάζουν οι αφρισμένες μου επιθυμίες
γεμάτες κάβλα.
Γιορτάζουν τα βαθιά ένστικτά μας απόψε
Γιορτάζει η λύσσα μας για ελευθερία
Όλοι χορεύουν στο ρυθμό της μέθης τους
Φιλιούται , αγγίζονται , χαιδεύονται .
Στη μέση είναι ο βώμος τους
Ο καθένας εχει στάξει μια σταγόνα αίμα
Έχουν θυσιάσει ένα θέλω τους
Όλοι μαζί ολόγυμνοι
Ο ένας γλύφει τον άλλον
Αχ, πόσο θέλω να σφίξω τα στήθη σου
Να πιπιλίσω τις ρόγες σου
Να πιάσω μέσα στη χούφτα μου το μουνί σου
Σήμερα γιορτάζουν τα βαθιά ένστικτά μας.

Έγραψε η ΣΙΣΣΥ ΔΟΥΤΣΙΟΥ