14/5/10

Κάποιος



Κάποιος είναι απέξω στον κήπο,
τα τσιγάρα του σβήνει στη γλάστρα,
κάποιος μένει εδώ όταν λείπω,
βρήκα ξένο μπλουτζίν στην κρεμάστρα.

Κάποιος πάει πρωί στη δουλειά μου,
μου χρεώνει μ’ αηδίες την κάρτα,
βγάζει βόλτα μετά τα σκυλιά μου
και στους φίλους μου φέρεται σκάρτα.

Κάποιος λέει ''σ’ αγαπώ'' σε μια ξένη,
μα είναι ξένος μπροστά στην αγάπη,
ξεκλειδώνει τις νύχτες και μπαίνει
στου μυαλού μου το μαύρο ντουλάπι.

Κάποιος κλαίει μπροστά στον καθρέφτη
και εγώ του σκουπίζω τα μάτια,
κάποιος σκύβει στο χάος και πέφτει
και μετά τον μαζεύω κομμάτια.

23/4/10

Οι κανόνες του ΔΝΤ



Ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ κ. Στρος-Καν μίλησε για την ανάγκη θυσιών από τον ελληνικό λαό.



Ξεκαθάρισε πως η Ελλάδα, η οποία όπως είπε βρίσκεται σε σοβαρή κατάσταση, θα κληθεί να ακολουθήσει τους κανόνες του Ταμείου χωρίς ξεχωριστή μεταχείριση.

15/4/10

Το μαγικό λυχνάρι της ζωής



Παραπεταμένα λυχνάρια αγοράζω
ένα πνεύμα ξεχασμένο ίσως βρω…
Τρεις ευχές να ζητά, μα εγώ να κοιτάζω
στα μαγικά του τα μάτια τον χαμένο καιρό.

Ένα πνεύμα,να το λένε Αντώνη, Βαγγέλη ή Νικόλα
να μη μου μιλά μα να ακούγονται όλα.
Των ονείρων η πόλη με τα φώτα σβηστά
οι μεγάλες αγάπες με δυο χείλη κλειστά…

Να του λέω Αντώνη μην κοιτάς το φεγγάρι
να του λέω Βαγγέλη να κοιτάς πιο κοντά
να του λέω Νικόλα πόση φόρα είχες πάρει
και μας πήγες τις ζωές μας τόσο μακριά;

Η μαργαρίτα εκείνη που μαδούσαμε Αντώνη
δεν ήταν λουλούδι, ήταν η δική μας κοπέλα
ήταν η μαγική μας η πόλη Βαγγέλη που λιώνει
ήταν ο χρόνος Νικόλα που μας έλεγε έλα…

Και τώρα κρύψου Αντώνη, φύγε Βαγγέλη
χάσου κι εσύ ρε Νικόλα
πως γίνατε όλα τα λυχνάρια μια αγέλη;
Άδεια λυχνάρια πως γίνανε όλα;

11/4/10

Tου χεριού σου η χάση



Μου είχες πει μια φορά
«ό,τι τρέμει πονά
και γυρεύει ένα χέρι να πιάσει»

Είχε αέρα η βραδιά
και φεγγάρι στη χάση

Τώρα φυσάει ξανά
το φεγγάρι ψηλά
μα το άγγιγμα σου θα έχει γεράσει

Γιατί τρέμω πολύ
και το χέρι δε λέει να περάσει.

Γιώργος Ποταμίτης

6/4/10

Παρασκήνια ζωής



Τι κι’ αν περνάει;
Αυτή ειν’ η μοίρα του χρόνου.
«Που πας;» ρωτάω.
Απαντά: «Που να ξέρω;
Εσύ ξέρεις που πας;»



Δεν θα ζήσεις ποτέ αληθινά
αν δεν αποφασίσεις: η πυξίδα,
τρεμουλιάζει ή τρεμοπαίζει;



Τα πέντε γράμματα της λέξης Αmore
φλογίζουν κάθε δάχτυλο κάθε φορά που σε χαϊδεύω.
Αλλά είμαι περαστικός. Πρέπει να συνεχίσω.
Η λέξη αγάπη θα είναι ένα δάχτυλο λιγότερο.



Κάθομαι συχνά στην αναπαυτική πολυθρόνα
και ρίχνω ατέλειωτες ματιές στο τηλέφωνο
χρώματος μενεξεδί
με κομψές καμπύλες
σαν γλυπτό του Αρπ

Απλώνω το χέρι μου ενστικτωδώς και χαιδεύω
τους αριθμημένους ομφαλούς του
παρατηρώ με θαυμασμό τις διαθέσεις του
την απαράμιλλη εγγαστριμυθία του
και πόσο θα’ θελα να σχηματίσω
άλλο αριθμό για την ζωή μου.

Ποίηση Γιάννη Γκούμα

9/3/10

Kάτι ξεχασμένα γράμματα


... σου γράφω πάλι κρυφά απ’ τον καιρό
βλέπεις δεν θέλει ο καιρός να έρχομαι σε εσένα
γιατί δεν ξέρει τι θα πει «κοντά σου ξαναζώ»
ούτε που ξέρει πως μιλούν μέσα μου τα θαμμένα

μα όσο σου γράφω γύρω μου ξεθάβονται οι ώρες
κι ακούγονται σαν σε ηχώ κάτι παλιές χαρές μας
μα λασπωμένα βήματα από μεγάλες μπόρες
θολώνουνε τη μνήμη μου, αν ήτανε δικές μας

θυμάμαι μόνο που έσκαβε επάνω μας ο χρόνος
θυμάμαι που μας έπαιρνε σιγά σιγά η συνήθεια
και έμενε στη θέση μας σαν ξένος ένας πόνος
θυμάμαι κι όσα ψέματα μας έλεγε η αλήθεια…

πες μου θυμάσαι τίποτα απ’ όσα μου λένε οι ώρες;
θυμάσαι τίνος τις χαρές λασπώσανε οι μπόρες;
γράψε μου σε παρακαλώ κι αν ήτανε χαρές μας
κείνες που λέει η ηχώ πως ήτανε δικές μας.


5/3/10

To έλαβες;



Σου ταχυδρόμησα ένα βότσαλο
χθες.

Στην άμπωτη το βρήκα
τη σαρκοφάγο κάθε πλημμυρίδας.

Ολόιδιο με πετρωμένο πρόσωπο λυγμού
απροσδιορίστου ηλικίας
– άγνωστο πότε εισχώρησε στο στέρνο μας
αυτό το θορυβώδες φέρσιμο των δακρύων
ούτε ξεκαθάρισε ποτέ
αν ο λυγμός είναι προϊόν των γεγονότων
για η κανονική ανάσα των ονείρων.

Ίδιο με πρόσωπο λυγμού.
Στενότερος του δέοντος
ο δρόμος του μετώπου
λίγο φουρνέλο στα ζυγωματικά
το στόμα λειωμένο
– είθε από τα’ ασίγαστα φιλιά
που του ‘δινε το κύμα.

Άθικτες οι κόγχες των ματιών.
Η μία μισάνοιχτη φρικιώσα
να περιγράψει τον διαρρήκτη
ή άλλη κούφια ορθάνοιχτη
να τον καθιερώσει.

Μόλις το λάβεις

εσύ που ξέρεις να πεταλώνεις χρώματα
και να δαμάζεις ποιάν απόχρωση
παίρνει το ακατόρθωτο όταν αφηνιάζει
ζωγράφισέ μου σε παρακαλώ
αυτές τις άδειες κόγχες
με χρώμα βαρύ, σιδερένιο, κλειστό
διπλαμπαρωμένο
να μοιάζουνε απόρθητες

στη μία να φυλάσσονται τ' αμέτρητα
τ' αμύθητα στην άλλη

να ξεγελιέμαι να μη βλέπω

να χάσκουν τόσο αδειανά
λεηλατημένα
αυτά τα θησαυροφυλάκια όσων είδαν

και τι δεν είδανε τα μάτια μας.


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Από την ποιητική συλλογή της «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»

24/2/10

Αστικόν το-πύον



Ανάμεσα στους πιο κακοφωτισμένους δρόμους της πόλης μου υπάρχουν κατι στενά σοκάκια, σκοτεινά και βρώμικα και πάντοτε βρεγμένα.

Κάποτε, λένε, κάποιοι ίσως ζούσαν εκει μέσα.

Τώρα πια – αν τα βρεις – ακούς μόνο ψιθύρους, μοιάζουν με το θόρυβο που κάνει το τσιγάρο σου όταν ανάβει ή μια ηλεκτρική λάμπα που ετοιμάζεται να ξεψυχήσει.

Σαν αυτή που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι μου.

Ακούω το βιολί από το διπλανό διαμέρισμα. Ένας τοίχος μας χωρίζει μονάχα.

Οι τοίχοι ποτέ δεν τα κατάφερναν με τις νότες.

Ούτε ο διπλανός.

Ψιχαλίζει απόψε, κάποιος ετοιμάζει μια βαλίτσα, κάποιος άλλος μια ληστεία.

Ο ένας ανυπομονεί να φύγει, ο άλλος να ληστέψει το σπίτι του.

Το ταβάνι στάζει, η ταπετσαρία είναι σχισμένη σε εκατό σημεία.

Το βιβλίο που διαβάζω δεν έχει την τελευταία σελίδα. Ούτε και την πρώτη. Ίσως τελικά να ήταν η ίδια.

Το ποτήρι μου είναι πάλι στεγνό. Το στόμα μου το ίδιο και το φως της λάμπας κίτρινο.

Εκείνη κοιτάζει το ταβάνι, ήσυχη. Εκείνος νομίζει ότι της κάνει έρωτα.

Το κρεβάτι συγκρατιέται να μην τρίξει και ξυπνήσει το πεθαμένο πάθος.

Θέλω να το σπάσω το γαμημένο το κρεβάτι σου.

Θέλω να βγω έξω και να τα σπάσω όλα.

Κάποιες βιτρίνες μας κοιτάζουν σοβαρές. Κάποιες άλλες κάνουν εκπτώσεις.

Μικρός ήθελα να γίνω σκουπιδιάρης. Να πηγαίνω βόλτα μες στη νύχτα κρεμασμένος πίσω από τη σκουπιδιάρα. Και να νιώθω τις ψιχάλες στο πρόσωπο μου.

Οι τηλεοράσεις δείχνουν τα ίδια παγωμένα χαμόγελα . Οι κανάπεδες τις φλερτάρουν με ουίσκια και μπύρες. Το σπίτι είναι κρύο, όλη η πολυκατοικία είναι κρύα και στην κορυφή της οι κεραίες προσπαθούν να φτάσουν τα σύννεφα.

Μια οικογένεια ετοιμάζεται να γευματίσει. Το πεζοδρόμιο έχει φτάσει μέχρι την τραπεζαρία τους.

Και τα λεωφορεία πιτσιλάνε το καλαθάκι με το ψωμί.

Τα παιδιά κυνηγάνε τον κουτσό στην πλατεία.

Του πετάνε μολότωφ και κέρματα.

Οι παπάδες γελάνε, οι περιπτεράδες μαζεύουν τα κέρματα. Μπορεί και ανάποδα.

Στο ίδιο πάντα μπαρ, μεθυσμένος, αγκαλιά με τον υπόνομο, ξερνάει και το αλκοολ φτάνει βαθιά μέσα στη μήτρα της πόλης. Εκείνη όμως δεν πρόκειται να μεθύσει ποτέ. Έτσι δεν είναι;

Η φωνή του γδέρνει το λαιμό του. Η ηχώ των υπονόμων γδέρνει το μυαλό του. Και κάπου παραδίπλα, μέσα στα σκοτεινά σοκάκια, νομίζεις πως ακούς ψιθύρους.

Όμως δεν υπάρχει τίποτα για να ακούσεις.

Οι πόλεις μας έγιναν σιωπηλά φρούρια. Και μεις σιωπηλοί φρουροί τους.

Ψιχαλίζει απόψε, η πόλη βιάζεται να κοιμηθεί...


Ο ιππότης του Πύργου

6/2/10

Εγώ κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μπερδεμένα



Εγώ κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μπερδεμένα, αμφίθυμα, μονίμως σαστισμένα πρόσωπα. Και αιτία δεν αποτελεί (μονάχα) η οικονομική κρίση…

Βλέπω παντρεμένα ζευγάρια να περιφέρουν την πλήξη τους σε οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις και να το ομολογούν –αν λίγο τους τσιγκλήσεις- ότι έχουν συνειδητά θυσιάσει τους χυμούς του κρεββατιού στη θαλπωρή της μονιμότητας ή ακόμα κι ότι οι δόσεις του στεγαστικού δανείου δεν τους επιτρέπουν να χωρίσουν…
Βλέπω «ελεύθερους» τριαντασαραντάρηδες να βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη, αγχωμένη κινητικότητα: να αλλάζουν αγκαλιά κάθε τρεις μήνες ή κάθε δυό εβδομάδες, έχοντας προ πολλού λησμονήσει τι –στο περίπου έστω- ψάχνουν στον άλλον…

Βλέπω αγόρια και κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να θεοποιούν τον σκύλο τους, τον ψυχαναλυτή τους ή έναν προ πολλού χαμένο έρωτα… Βλέπω γυναικοπαρέες να διυλίζουν τους αρσενικούς κώνωπες, άντρες που είτε βαριούνται είτε διστάζουν να φλερτάρουν, ανθρώπους που έχουν εξιδανικεύσει τη μοναξιά τους, βαφτίζοντας την ανεξαρτησία… Υποψιάζομαι με στοιχεία ότι στη σημερινή Ελλάδα οι ομοφυλόφιλοι κάνουν πολλαπλάσιο σεξ από τους ετεροφυλόφιλους. Υπέροχο για τους μεν, θλιβερό για τους δε.

Ως στερνοπαίδι λόγω ηλικίας της σεξουαλικής επανάστασης του ’60, πιστεύω ακράδαντα πως δεν υπάρχει πιο ευθύς δρόμος προς την ευτυχία από «μία παλάμη σε ένα στήθος, ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται, ένα βυζί που αποκαλύπτεται, ενώ ο τοξότης με τα βέλη λάμπει ψηλά στον ουρανό, άνευ ορίων, άνευ όρων…» όπως το θέτει ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Δέχομαι ότι μας έλαχε μια εποχή αβεβαιότητας: οι ρόλοι και οι σχέσεις των φύλων έχουν αποδομηθεί, η παραδοσιακή οικογένεια έχει αποσυντεθεί, οι παντός είδους ανασφάλειες έχουν θεριέψει. Μα δεν ανέχομαι να περάσουμε τη μισή μας ζωή σαν κάτι μημουάπτου παραθεριστές που ολοένα βρέχουν το πόδι τους στη θάλασσα και ολοένα αναβάλλουν τη βουτιά.

Με κινητήρια δύναμη την κάβλα και πυξίδα την αγάπη, ας αναλάβουμε επιτέλους τα ρίσκα μας. Όλα τα ενδεχόμενα ανοίγονται πάντα μπροστά μας, ακόμα και το τραγικότερο. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι ο Φοίνικας (και ας τον καπηλεύτηκε η χούντα) ήταν και παραμένει το θρυλικό πουλί, το οποίο αναγεννάται πάντοτε από τις ίδιες του τις στάχτες.

-Δηλαδή όλοι εμείς.-