25/11/09

Πρώτες βοήθειες σε περίπτωση υστερίας



Μια μέρα, μου έρχεται η πιο όμορφη ίσως γυναίκα του νησιού -αλήθεια, ρε, πόσο φτωχιά και μίζερη είναι η μοναξιά χωρίς γυναίκα, δεν μπορείς να το φανταστείς.
Έρχεται, που λες, κάθεται στην πολυθρόνα, είναι καλοκαίρι, φοράει ένα τσιτάκι που κολλάει σα γάντι στο κορμί της, είναι κατάμαυρη απ’ τον ήλιο και μοσκοβολάει θάλασσα και βασιλικό.

Ευτυχώς, εγώ φοράω ιατρική μπλούζα. Έτσι όταν, σε κάθε άγγιγμα της γυναίκας, όπως είναι φυσικό, μου σηκώνονται τα πάντα, δεν κινδυνεύω να γίνω ρεζίλι.

Όμως ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι από πάνω μου, τα πόδια μου κόβονται, η γλώσσα μου είναι ξερή σα μετζεσόλα και τα χέρια μου τρέμουν σα να ‘χω Πάρκινσον. Κάθεται λοιπόν, της λέω; τι συμβαίνει; Μου λέει, γιατρέ, του δόντι μ’, θα πεθάνω. Της λέω, ποιο; Μου δείχνει στ’ αριστερά τής άνω γνάθου.

Είχε κάτι μελαχρινά βυζιά, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, με δυο τσιτωμένες ρόγες που σου έβγαζαν γλυκά γλυκά τα μάτια. Ε, μόλις κάνω να σκαλίσω το δόντι με το άγκιστρο, γίνεται τάβλα, ξύλο, σου λέω. Τα μάτια της έχουν γυρίσει ανάποδα και το κορμί της έχει τεντώσει πάνω στην πολυθρόνα. Είμαι μόνος μου στο ιατρείο, ξέρω ότι αυτό είναι υστερία -ναι, μας κάνανε μαθήματα σ’ όλους τους υγειονομικούς- τη σηκώνω και την ξαπλώνω στον καναπέ. Ε, αφού κάνω τα εύκολα, της δίνω μπατσάκια, της τρίβω τους καρπούς των χεριών, κι αυτή δε λέει να συνέρθει, βάζω το χέρι μου κάτω απ’ το φουστάνι της, κάνω στο πλάι την κιλότα κι αρχίζω με τις ρώγες των δαχτύλων μου, αφού τις σάλιωσα πρώτα, να της χαϊδεύω την κλειτορίδα, που στο πρώτο άγγιγμα σηκώθηκε σαν το πουλί του Ερμαφρόδιτου…

Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι από πάνω μου και τρέμω ολόκληρος. Δεν ξέρω πώς θα εξελισσόταν η ιστορία -ξέρεις, ρε, τι είναι να έχεις χρόνια ν’ αγγίξεις γυναίκα, και ξαφνικά η φούχτα σου να καίγεται από ένα ολάνθιστο, τρυφερό μουνί που συσπάται και υγραίνεται στο χάδεμά σου…

Ευτυχώς, εκείνη την ώρα ακούω βήματα στην ξύλινη σκάλα, το σπίτι ήταν δίπατο, βλέπω το κεφάλι ενός παλιού συντρόφου Ακροναυπλιώτη να με κοιτάει με φρίκη. Με το που με βλέπει, κατρακυλάει τις σκάλες και φεύγει. Αυτό με συνέφερε, γιατί όπως πάλλονταν η γυναίκα, τραβούσε τα δάχτυλά μου προς τα μέσα, όπου τα τοιχώματα του κόλπου της, βελούδινες μυλόπετρες, τα συνέτριβαν, και γω χάδευα σαν τρελός, ξεχνώντας πια ότι αυτό ήτανε φάρμακο για να συνέρθει από την υστερία της -ούτε άκουγα τα βογκητά της, ούτε είδα τα μάτια της που άνοιξαν και με κοίταγαν με μια τρελή επίκληση…

Τράβηξα το χέρι μου, υγρό και σπαραγμένο, πήγα πίσω από το παραβάν στο νεροχύτη, τάχα να πλυθώ, σηκώθηκε, κι αφού έφκιαξε την κιλότα της, κατακόκκινη, μου είπε ένα «με συγχωρείτε» και κατρακύλησε κι αυτή τις σκάλες…
Το μεσημέρι με ειδοποίησαν ότι με ζητάει ο στρατοπεδάρχης. Πήγα, ήταν εκεί ο σύντροφος που σου είπα και ο υπεύθυνος του υγειονομικού, ένας τσίφτης που στον πολιτικό του βίο, που λένε, ήταν γκαρσόν. Μου λένε, κάτσε, κάθομαι. Λένε του μπαρμπα-Λευτέρη, λέγε. Κι αυτός, μέσα στη σύγχυσή του, ούτε λίγο ούτε πολύ, λέει ότι ήμουνα καβάλα στη γυναίκα.

Μια ζωή μέσα ο κακομοίρης, σάματις ήξερε και πώς σμίγουν οι άνθρωποι;

Τι να πεις. Τέλος, ύστερα από τις επιδέξιες ερωτήσεις του υγειονομικού, πείστηκαν όλοι ότι η γυναίκα είχε πάθει υστερία και γω προσπαθούσα να τη συνεφέρω, και μένα μου ‘ρχονταν να κόψω το χέρι μου και να το πάρω αγκαλιά…
Τέλος, τους λέω ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί, δηλαδή να κάνω τον οδοντογιατρό και στους ντόπιους, γιατί είναι σίγουρο ότι ή θα πάω στο τρελοκομείο, ή θα πατήσω το «άρθρον δέκα» και θα με απομονώσουν…

Πράγματι, κόψαμε τις ιατρικές παρτίδες με τους ντόπιους, παρά τις διαμαρτυρίες τους, μια κι έτσι έπρεπε να πάνε στη Λήμνο ή στον Πειραιά για τα δόντια τους…
Έτσι λοιπόν ‘σύχασαν και μένα λίγο τα νευροφυτικά μου…


Χρόνης Μίσσιος, χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε; (εκδ. γράμματα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: