13/12/09

Βράδυα ποίησης

Βαρετή χειμωνιάτικη βραδυά.

Βαρετή χειμωνιάτικη Κυριακή.

Βαρετά τηλεοπτικά προγράμματα.

Βράδυα για ποίηση.



Οι «Μονόλογοι του Αντωνάκη», τα αθυρόστομα στιχουργήματα που εγραψε περί το 1934 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κεντρικός ήρωας και στόχος της σάτιρας είναι ο Αντωνάκης, ανώτατος δικαστικός τον οποίο αντιπαθούσε σφόδρα ο ποιητής.

Προηγείται επιστολή την οποία υποτίθεται ότι υπογράφει ο Αντωνάκης, ως Αντωνία Α.Π., αδελφή, και με την οποία υποτίθεται ότι ζητάει από τον πρόεδρο των Εισαγγελέων να ασκήσει δίωξη κατά του Λαπαθιώτη για τα στιχουργήματα αυτά. Στην επιστολή, ο Λαπαθιώτης κάνει επίτηδες συνεχή ορθογραφικά και συντακτικά λάθη και σολοικισμούς που υποτίθεται ότι διαπράττει ο Αντωνάκης.



Αίτησις

Αντωνίας Α. Π…,

κατοίκου Αθηναίων, αδελφής,

προς τον

Κον Πρόεδρον των Εισαγγελών.

Ενθάδε.

Κύριε Πρόεδρε,

Πρώτον έρχομαι ίνα ερωτήσω διά την καλήν σας υγείαν, τούθ’ όπερ επιθυμώ και δι’ υμάς – και δεύτερον επανέρχομαι ή να εξαιτήσω υπό της υμετέρας Προεδρίας, ίνα τεθή τερμάτισις της ανωμάλου καταστάσεως, παρά του Ναπολέοντος Λ. Λαπαθιώτου, κατοίκου Αθηναίων, το οποίον μοι εξαποστέλλει συνεχώς σατυρικάς επιστολιμιαίας εξυβρίσεις, θίγοντας συστηματωδώς την ευϋπόληπτην και άσπιλην υπόληψίν μου, ανεβάζοντας ερύθημα επί του παρθενώδους μετώπου μου, και κατασυγχύζοντας εμένα, μέχρι σοβαράς διακλονίσεως της ημετέρας υγείας και καρδίας!

Αχ καλέ, κύριε Πρόεδρε, τι έπταιξα η αναξιοπεπαθημένη εγώ, η κεκαβαλλημένη και αδιαλλειπόντως καβαλλούμενη παρ’ ατόμων πάσης φύσεως και μεγέθους πάντων των εργασιών και πασών των επαγγελματιών – ήγουν ναυτών, θερμαστών, διοπών, υποκελευστών και κελευστών – φαντάρων, πυροβολητών, ιππέων, σκαμπανέων, πυροσβέστηδων, υποδεκανέων, δεκανέων, λοχίων, επιλοχιών, ανθυπασπιστών, σαλπιχτών, χωροφυλάκων, αστυφυλάκων και τα τοιούτα – καφεπολών, ζυθοπολών, ουζοπολών, ανθοπωλών, κρεοπωλών, εδωδιμοπωλών, παντοπωλών, ψητοπωλών, οπωροπωλών, λαχανοπωροπωλών, φυστικοπωλών, γαλακτοπωλών, ανθρακοπωλών, αρτοπωλών, καπνοπωλών, εφημεριδοπωλών, θαλαμηπόλων και όλους τους εις –πώλων, από τον ένα εις τον άλλον πόλον – σωφέρηδων, σουστιέρηδων, καροτσέρηδων, καμαριέρηδων, λαντζέρηδων, σαντουριέρηδων, μπαρμπερηδων – υποδηματιοκαθαριστών, εφαρμοστών, καπνοκαθαριστών, οδοκαθαριστών, οψοκομιστών και φοιτητών – εμπόρων, τορναδόρων, σερβιτόρων, Αθηνώς, Πειραιώς και περιχώρων, και των βοηθών αυτών – υδραυλικών, μηχανουργών, επιπλοποιών, καρεκλοποιών, αρτοποιών, σαματοποιών, σαμαροποιών, ηθοποιών, με καλόν ή κακόν ποιόν – καφετζήδων, γανοτζήδων, χαλβατζήδων, φορατζήδων, φαναρτζήδων, σαλεπιτζήδων, στραγαλατζήδων, ψιλικατζήδων, και όλους όσους ήκουσον ή είδον – καστανάδων, γαλατάδων, βουτυράδων, ψαράδων, ψωλαράδων και, εν γένει, λογής λογής κωλομπαράδων, μετά παράδων ή χωρίς παράδων, από Φαλήρου, Παλαιού και Νέου, μέχρι Κοκκινιάς και Ποδαράδων – εγώ, επαναλαμβάνω, η “λαϊκιά” των φρονημάτων, η Κ…, εκ των γαλαζοαιμάτων, η εσπουδασμένη, επί σειράς ετών, ανά τας Εσπερίας, την ελβετικήν, την αγγλικήν, την γερμανικήν, την ιταλικήν, και την γαλλικήν την γαμικήν, επιβλητική και χονδροειδής της εμφανίσεως, μαγγουροφέρουσα εκ κερασέας, γλύπτουσα τας άκρας των πέων απαξαπάντων των περί οις ο λόγος – τι έπταιξα, επαναλαβαίνω, ίνα εξαιτώ της υμετέρας παρεμβάσεως, προς λήξιν σοβαρωτάτων μέτρων, εξεναντίας του προλαλήσαντος, προς τερμάτισιν των καθαπτουσών της ως είρηται αμόλευτης τιμής μου σατύρων!

Ευελπιστεύουσα των άνευ αναβολιών, κατεπειγόντων υμετέρων ενεργειών, περί της άρσεως της τοιούτης κακοηθείας, υπογραφίζομαι, mon cher, μετ’ υπολήψεως,


Αντωνία Α. Π…

κάτοικος Αθηναίων, αδελφή.


Εν Αθήναι, την 24 Μαρτίου, 1934

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Η ορθογραφία του κειμένου διωρθώθη, ίνα καταστή δυνατή η ανάγνωσις αυτού. Κατά τα λοιπά, διετηρήθη ως έχει.



Η εξομολόγηση του Αντωνάκη

«Χρόνια, τώρα, και χρονάκια γύριζα στους ξένους τόπους

μελετώντας, νύχτα μέρα, τις ψωλές και τους ανθρώπους,

αλλά μήτε στο Μαρόκο, μήτε και στη Χονολούλου,

δεν απάντησα, ποτέ μου, ψωλή σαν του Θρασυβούλου!

Τ’ είν’ εκείνη, βρε παιδί μου! Κόκκινη σα μπολσεβίκος,

πάντα ντούρα και βαρβάτη – και τι πάχος και τι μήκος!...

Για ψωλή καθώς εκείνη, κι όπως και του Αποστόλη,

είν’ ανάγκη να υπάρχουν ειδικοί, επίσης, κώλοι:

Ένας δε εκ των μεγίστων κώλων του παρόντος κόσμου,

άσσος μεταξύ των άσσων – είναι, πάντως, κι ο δικός μου!...»

Πριν από το ποίημα, ο Λαπαθιώτης ο ποιητής

σημειώνει τον παραλήπτη ως εξής:

Κύριον

Αντωνάκην Π………….,

τον Λαχαναγοραίον!-



Μετά το καβαλίκεμα…

[α] Οι εντυπώσεις της Αντώνας:

Καύλα κι όρεξη πολλή,

ανεκτίμητος αγκάλη,

- μικρή μόνον η ψωλή:

Να την είχε πιο μεγάλη!...

[β] Οι εντυπώσεις του Γαμιά της:

Καλά όλα της νυκτός,

με παραφοράς ηδείας,

- πλην ο κώλος ανοικτός,

μέχρι φρίκης κι αηδίας…

2. 4. 1934.



H “ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ” ΤΗΣ ΑΝΤΩΝΑΣ!...

Η Αντώνα, μ’ ένα μούργο,

που την έχει καβαλήσει,

- τύπο φαύλο και πανούργο,

τα βρακιά της έχει λύσει,

κι όπως είναι, σαν το κτήνος,

τουρλωμένη στο ντιβάνι,

του μιλεί, ενώ εκείνος

προσπαθεί να της τη βάνει:

«Μη φοβάσαι! Βάν’ την όλη,

βάν’ την, δεν θα με ματώσει!

Σαν και το δικό μου κώλοι,

παίρνουν τόση κι άλλη τόση!...

Πιάσε λίγο το βυζί μου!

Τώρα, τρίψε μου τη ρώγα…

Θα το δεις όπου μαζί μου,

θα καείς από τη φλόγα!...

Φως μου, συ, παράδεισέ μου,

τ’ ουρανού σταλμένος είσαι;!...

Δεν αντέχω πια, χρυσέ μου!

Να, θα χύσω!… Χύνω!… Χύσε!...»

Κι η Αντώνα λιγωμένη,

με τον κώλο της χορτάτο,

δίνει μια και πέφτει κάτω

και ξερή για λίγο μένει!...

5.4.1934

Δεν υπάρχουν σχόλια: