24/2/10

Αστικόν το-πύον



Ανάμεσα στους πιο κακοφωτισμένους δρόμους της πόλης μου υπάρχουν κατι στενά σοκάκια, σκοτεινά και βρώμικα και πάντοτε βρεγμένα.

Κάποτε, λένε, κάποιοι ίσως ζούσαν εκει μέσα.

Τώρα πια – αν τα βρεις – ακούς μόνο ψιθύρους, μοιάζουν με το θόρυβο που κάνει το τσιγάρο σου όταν ανάβει ή μια ηλεκτρική λάμπα που ετοιμάζεται να ξεψυχήσει.

Σαν αυτή που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι μου.

Ακούω το βιολί από το διπλανό διαμέρισμα. Ένας τοίχος μας χωρίζει μονάχα.

Οι τοίχοι ποτέ δεν τα κατάφερναν με τις νότες.

Ούτε ο διπλανός.

Ψιχαλίζει απόψε, κάποιος ετοιμάζει μια βαλίτσα, κάποιος άλλος μια ληστεία.

Ο ένας ανυπομονεί να φύγει, ο άλλος να ληστέψει το σπίτι του.

Το ταβάνι στάζει, η ταπετσαρία είναι σχισμένη σε εκατό σημεία.

Το βιβλίο που διαβάζω δεν έχει την τελευταία σελίδα. Ούτε και την πρώτη. Ίσως τελικά να ήταν η ίδια.

Το ποτήρι μου είναι πάλι στεγνό. Το στόμα μου το ίδιο και το φως της λάμπας κίτρινο.

Εκείνη κοιτάζει το ταβάνι, ήσυχη. Εκείνος νομίζει ότι της κάνει έρωτα.

Το κρεβάτι συγκρατιέται να μην τρίξει και ξυπνήσει το πεθαμένο πάθος.

Θέλω να το σπάσω το γαμημένο το κρεβάτι σου.

Θέλω να βγω έξω και να τα σπάσω όλα.

Κάποιες βιτρίνες μας κοιτάζουν σοβαρές. Κάποιες άλλες κάνουν εκπτώσεις.

Μικρός ήθελα να γίνω σκουπιδιάρης. Να πηγαίνω βόλτα μες στη νύχτα κρεμασμένος πίσω από τη σκουπιδιάρα. Και να νιώθω τις ψιχάλες στο πρόσωπο μου.

Οι τηλεοράσεις δείχνουν τα ίδια παγωμένα χαμόγελα . Οι κανάπεδες τις φλερτάρουν με ουίσκια και μπύρες. Το σπίτι είναι κρύο, όλη η πολυκατοικία είναι κρύα και στην κορυφή της οι κεραίες προσπαθούν να φτάσουν τα σύννεφα.

Μια οικογένεια ετοιμάζεται να γευματίσει. Το πεζοδρόμιο έχει φτάσει μέχρι την τραπεζαρία τους.

Και τα λεωφορεία πιτσιλάνε το καλαθάκι με το ψωμί.

Τα παιδιά κυνηγάνε τον κουτσό στην πλατεία.

Του πετάνε μολότωφ και κέρματα.

Οι παπάδες γελάνε, οι περιπτεράδες μαζεύουν τα κέρματα. Μπορεί και ανάποδα.

Στο ίδιο πάντα μπαρ, μεθυσμένος, αγκαλιά με τον υπόνομο, ξερνάει και το αλκοολ φτάνει βαθιά μέσα στη μήτρα της πόλης. Εκείνη όμως δεν πρόκειται να μεθύσει ποτέ. Έτσι δεν είναι;

Η φωνή του γδέρνει το λαιμό του. Η ηχώ των υπονόμων γδέρνει το μυαλό του. Και κάπου παραδίπλα, μέσα στα σκοτεινά σοκάκια, νομίζεις πως ακούς ψιθύρους.

Όμως δεν υπάρχει τίποτα για να ακούσεις.

Οι πόλεις μας έγιναν σιωπηλά φρούρια. Και μεις σιωπηλοί φρουροί τους.

Ψιχαλίζει απόψε, η πόλη βιάζεται να κοιμηθεί...


Ο ιππότης του Πύργου

6/2/10

Εγώ κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μπερδεμένα



Εγώ κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μπερδεμένα, αμφίθυμα, μονίμως σαστισμένα πρόσωπα. Και αιτία δεν αποτελεί (μονάχα) η οικονομική κρίση…

Βλέπω παντρεμένα ζευγάρια να περιφέρουν την πλήξη τους σε οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις και να το ομολογούν –αν λίγο τους τσιγκλήσεις- ότι έχουν συνειδητά θυσιάσει τους χυμούς του κρεββατιού στη θαλπωρή της μονιμότητας ή ακόμα κι ότι οι δόσεις του στεγαστικού δανείου δεν τους επιτρέπουν να χωρίσουν…
Βλέπω «ελεύθερους» τριαντασαραντάρηδες να βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη, αγχωμένη κινητικότητα: να αλλάζουν αγκαλιά κάθε τρεις μήνες ή κάθε δυό εβδομάδες, έχοντας προ πολλού λησμονήσει τι –στο περίπου έστω- ψάχνουν στον άλλον…

Βλέπω αγόρια και κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να θεοποιούν τον σκύλο τους, τον ψυχαναλυτή τους ή έναν προ πολλού χαμένο έρωτα… Βλέπω γυναικοπαρέες να διυλίζουν τους αρσενικούς κώνωπες, άντρες που είτε βαριούνται είτε διστάζουν να φλερτάρουν, ανθρώπους που έχουν εξιδανικεύσει τη μοναξιά τους, βαφτίζοντας την ανεξαρτησία… Υποψιάζομαι με στοιχεία ότι στη σημερινή Ελλάδα οι ομοφυλόφιλοι κάνουν πολλαπλάσιο σεξ από τους ετεροφυλόφιλους. Υπέροχο για τους μεν, θλιβερό για τους δε.

Ως στερνοπαίδι λόγω ηλικίας της σεξουαλικής επανάστασης του ’60, πιστεύω ακράδαντα πως δεν υπάρχει πιο ευθύς δρόμος προς την ευτυχία από «μία παλάμη σε ένα στήθος, ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται, ένα βυζί που αποκαλύπτεται, ενώ ο τοξότης με τα βέλη λάμπει ψηλά στον ουρανό, άνευ ορίων, άνευ όρων…» όπως το θέτει ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Δέχομαι ότι μας έλαχε μια εποχή αβεβαιότητας: οι ρόλοι και οι σχέσεις των φύλων έχουν αποδομηθεί, η παραδοσιακή οικογένεια έχει αποσυντεθεί, οι παντός είδους ανασφάλειες έχουν θεριέψει. Μα δεν ανέχομαι να περάσουμε τη μισή μας ζωή σαν κάτι μημουάπτου παραθεριστές που ολοένα βρέχουν το πόδι τους στη θάλασσα και ολοένα αναβάλλουν τη βουτιά.

Με κινητήρια δύναμη την κάβλα και πυξίδα την αγάπη, ας αναλάβουμε επιτέλους τα ρίσκα μας. Όλα τα ενδεχόμενα ανοίγονται πάντα μπροστά μας, ακόμα και το τραγικότερο. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι ο Φοίνικας (και ας τον καπηλεύτηκε η χούντα) ήταν και παραμένει το θρυλικό πουλί, το οποίο αναγεννάται πάντοτε από τις ίδιες του τις στάχτες.

-Δηλαδή όλοι εμείς.-