29/7/10

Πεθαίνω σα χώρα



Ο θεατρικός μονόλογος του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σα χώρα» (απόσπασμα)…

«…Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Γράφω σ’ ἐσένα γιατί μαζί ποθήσαμε νά εἶναι γόνιμα αὐτά τά σπλάχνα, κι αὐτός ὁ πόθος μᾶς ἕνωσε νύχτες καί νύχτες…καί σ’ἄλλες ὧρες τῆς μέρας, ὅταν ξαφνικά γινόταν ἕνα θαῦμα καί ξεχνούσαμε τόν τρόμο πού ἔτρεχε στούς δρόμους καθώς μές στίς φλέβες μας…τά ἐφιαλτικά δελτία εἰδήσεων πού μᾶς ἐμπόδιζαν ἀκόμα καί να κοιταζόμαστε…διαβασμένα ἀπό θεότρελους ἐκφωνητές…τά οὐρλιαχτά πού σκέπαζαν ἀκόμα καί τίς σειρῆνες τῶν ἀσθενοφόρων…

Ποτέ δέ θά τό πίστευα πώς ἡ ἀνθρώπινη φωνή μπορεῖ νά φτάσει σέ τέτοια ὕψη…νά εἶναι τόσο ἀπύθμενη…νά προκαλεῖ τόση ἀναστάτωση μέ τήν ἐπιβολή της…

Τέλος πάντων, ποτέ δέν συνήθισα τούς ἀνθρώπους ἀλλ’ αὐτό εἶναι μία ἄλλη μου ἀναπηρία. Βιάζομαι τώρα νά σού πῶ μερικά πράγματα κι αὐτά τά λόγια θά εἶναι καί τά τελευταία πού θάχεις ἀπό μένα.

Μισῶ αὐτή τή χώρα. Μοῦ ἔφαγε τά σπλάχνα. Μοῦ τά’φαγε. Τή μισῶ. Ναί, τή μισῶ, τή μισῶ. Δέν μπορεῖ μία γυναίκα νά ζήσει μέ τέτοια σπλάχνα μέσα της. Ὅσο τό σκέφτομαι, μοῦ’ρχεται νά ξεράσω τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου. Νιώθω σάν ξέρασμα. Μπορεῖ καί νάμαι. Μία γυναίκα…δέν εἶναι σά μία χώρα πού ἀξιοποιεῖ τά ἐρείπιά της, τούς τάφους της…πού τά ξεπουλάει ὅλα γιά ἐθνικό συνάλλαγμα…ζώντας ἀπ’αὐτά.

Ἐγώ δέ θέλω νάμαι μία χώρα. Δέν εἶμαι χώρα. Δέ θέλω νά εἶμαι αὐτή ἡ χώρα. Αὐτή ἡ χώρα εἶναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός καί φόνισσα.

Ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἡ ζωή, θέλω νά ζήσω, θα ’θελα νά ζήσω, θά’θελα νά μποροῦσα νά ζήσω, θά’μουν εὐτυχισμένη τώρα ἄν ἤθελα νά ζήσω… ὅμως αὐτή ἡ χώρα δέ μ’ἀφήνει νά τό θέλω, δέ μ’ἀφήνει νά εἶμαι ἡ ζωή, νά δίνω τή ζωή. Ἔχει φάει σάν καρκίνος, τά βυζιά μου, τά μυαλά μου, τά ἔντερά μου, ἔχει κατεβάσει ὅλες της τίς πέτρες στά νεφρά μου καί τά’χει ρημάξει, ἔχει μαγαρίσει ὅλες τίς πηγές ἀπ’ὅπου θά’τρέχε τό γάλα μου, ἔχει μαζέψει ὅλο της τό χῶμα μές στίς φλέβες μου καί μού’χει σαπίσει τό αἷμα, ἔχει κάτσει ὅλη πάνω στήν καρδιά μου καί τήν ἔχει κουρελιάσει ἀπ’τά ἐμφράγματα καί τίς ἐμβολές, κάθε θεσμός της κι’ἕνα ἔμφραγμα, κάθε νόμος της καί μία ἐμβολή, τά ἤθη τής μού’χουν σμπαραλιάσει τά πνευμόνια, ἡ ἱστορία της μέ κάνει νά τρέμω συνεχῶς ὁλόκληρη σά νά ἔχω πάρκινσον, ὁ πολιτισμός της μ’ἔχει ξεπατώσει, μ’ἔχει ξεθεώσει, δέν πάει ἄλλο, ἡ θέση της ἡ γεωγραφική εἶναι τό ἄσθμα μου, ὁλόκληρο τό σχῆμα της ἄλλοτε ἁπλώνεται πάνω στό σῶμα μου σάν γιγαντιαῖος ἕρπης ζωστήρ καί μέ τρελαίνει, κι ἄλλοτε παίρνει τή μορφή τσουγκράνας καί μπήγεται στά μάτια μου, τεράστιας βελόνας καί μοῦ τρυπάει τό κρανίο, βράχου ὁλόκληρου πού κρέμεται ἀπό τήν ἄκρη τῶν μαλλιῶν μου καί μέ παρασέρνει σέ μία θάλασσα πικρῶν δακρύων…κι ὅλο νιώθω στόν τράχηλό μου τόν ζυγό της κι ὅλο δένει τή γλώσσα μου τό τραύλισμά της κι ὅλο μου φέρνει κρύα ρίγη ἡ χυδαιότητά της…ἠ προσήλωσή της στά φαντάσματά της, οἱ ὑπεκφυγές της, οἱ ἀντιγραφές της, τά φρακαρισμένα της μυαλά, τά πτώματά της, τά κιβούρια της, τά ἐγκλήματά της…

Αὐτή ἡ χώρα εἶναι τό χτικιό μας. Θά μᾶς πεθάνει, θά μᾶς ξεκάνει. Πῶς θά γλιτώσουμε; Μᾶς πίνει τό αἷμα, μᾶς τό πίνει….Ὁ κάθε πόρος της εἶναι καί μία τσέτα, κάθε γωνιά της κι ἕνα λάζο, κάθε χιλιοστό της καί μία τσάκα, εἶναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου καί κοφτερούς σουγιάδες, ἄντρο φονιάδων, ἀπατεώνων καί ἠλιθίων, λημέρι ἄνανδρων γαμιάδων κι ἀνίκανων σωματεμπόρων, μᾶς πατάει τό κεφάλι μέσα στά σκατά της, μᾶς δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ ἀρχίδια, μᾶς λιώνεις, μωρή, μᾶς στραγγίζεις, μᾶς ρημάζεις, μᾶς διχάζεις, μᾶς πνίγεις, μᾶς καταδικάζεις, μᾶς πεθαίνεις, μᾶς πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αἱμομίχτρα, πού ὅλο μαϊμουδίζεις καί παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δέ σέ μπορῶ, δέν τήν μπορῶ, τή δολοφόνα, τήν παιδοκτόνα, τή ζαβή, τή χολεριασμένη, τή στραβοκάνα, τήν γκαβή, τό τσόκαρο, τήν παλιόγρια, τήν παλιόγρια, πού κακοχρόνο νά’χει, δέν ἀντέχω πιά τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τή μισῶ, τή μισῶ, τή μισῶ, ἄχ, ἄχ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, σέ μισῶ, θά πεθάνω, τέρας, καί θά ἐξακολουθῶ νά σέ μισῶ, ναί, τό μίσος βράζει μέσα μου, θέλω νά γράψω τούς ἀνάποδους ὕμνους ἀπ’αὐτούς πού γράφτηκαν ὡς τώρα γι’ αὐτήν, λέξη πρός λέξη νά τήν τουφεκίσω καί νά τήν παραχώσω σά σκυλί μέ τά ἴδια μου τά χέρια…Δέν εἶμαι πιά γυναίκα…Οὔτε κι ἐσύ πιά εἶσαι ἄντρας…

Μᾶς τά πῆρε ὅλα αὐτή…Τί θά μείνει ὅμως ἀπ’αὐτήν χωρίς ἐμᾶς; Τί θά εἴν’αὐτή ὅταν δέ θά’χει μείνει τίποτα ἀπό μᾶς;…Τό χῶμα της ἔχει πάρει τό σχῆμα μου… Τό σῶμα μου ἔχει πιά τίς διαστάσεις της… Ἔχω μέσα μου τή μοίρα της…

Πεθαίνω σά χώρα…»

25/7/10

Εις μνήμην



Πέντε χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη και δεν τον θυμηθήκαμε όσο του έπρεπε. Δεν ξέρω αν κιόλας τον ξεχάσαμε, αλλά η σιωπή αυτής της επετείου μάλλον δεν συνόρευε με τη δική του. Γιατί, καθώς είχα γράψει και παλιότερα, υπάρχουν λογιών και λογιών σιωπές. Οι σιωπές της λησμοσύνης και η σιωπές της μνήμης. Οι σιωπές της αδεξιότητας και οι σιωπές της επίγνωσης. Από τη σιωπή του αγάπησα κι εγώ τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Οχι την πολυθρύλητη συγγραφική, αλλά την άλλη· εκείνη, στην οποία βυθιζόταν όντας πλάι στους φίλους του και που την έσπαγε στιγμές στιγμές με την πιο καίρια παρατήρηση, ένα αστείο, μια λέξη. Και ξαφνικά, ήταν σαν να ’μπαιναν τα πράγματα στη θέση τους, οι συζητήσεις που ξεστράτιζαν να ’βρισκαν τον πυρήνα τους, οι άνθρωποι να ξανασυναντιούνταν με το κέντρο τους.

Από τη σιωπή του τον αγάπησα τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Μέσα απ’ αυτήν μας έδειξε τη δόλια φύση της αυταπάτης, μας έμαθε ότι το ήθος απεχθάνεται τη μεγαλοστομία, τις υπερβολικές χειρονομίες, τα πολλά λόγια. Οτι ηρωισμός είναι το τάξιμο στα μικρά· δύναμη η ικανότητα να αναμετρηθείς με τη μετριότητα της ζωής και να την υπερβείς, αποδεχόμενός την. Οτι η απώλεια και η πτώση είναι η ανθρώπινη συνθήκη· η μοναξιά και η ενοχή η μοίρα του ποιητή. Και, τέλος, ότι το μόνο που διασώζει είναι το χιούμορ, η λοξή ματιά, ο αυτοσαρκασμός.

Γι’ αυτό και αν με ρωτούσαν τι θα κρατούσα από την ποίηση του Αναγνωστάκη, όσο και να με συγκίνησαν οι «Παρενθέσεις», η «Συνέχεια», ο «Στόχος», ίσως και από ιδιοσυγκρασιακή ιδιοτροπία, θα έμενα σε ό, τι μας έδωσε με το ψευδώνυμο του Μανούσου Φάσση. Μέσα σ’ αυτά τον αναγνωρίζω ακέραιο. Τ’ ανοίγεις όπως ένα μουσικό κουτί – κι αντί για μουσική αντηχεί το γέλιο, γέλιο παιδιού και γέλιο του τρελού του βασιλιά, που ανατρέπει τον κομφορμισμό, τη σπουδαιοφάνεια, τη συμβατικότητα, που αναστατώνει τακτοποιημένες κατηγορίες και ταρακουνάει τα ιερά σκηνώματα των ιδεολογιών που επιζούν μονάχα για να μας βολεύουν. Κι αυτό το άτακτο παιδί που γελάει μέσα στις σελίδες του, ούτε τον ξέρει ούτε τον θέλει τον ρόλο του από καθέδρας τιμητή ή του ιεροκήρυκα· ακόμα κι όταν πίσω από τα χαχανητά λουφάζει η πικρία μιας επίγνωσης σχεδόν τυραννικής, εκείνο το παιδί ούτε για μια στιγμή δεν γλιστράει στο κοστούμι του μεγάλου μοναχικού που «γνωρίζει» όσα οι άλλοι δεν έχουν καν ψηλαφίσει. Είμαι μαζί σας, λέει στους αναγνώστες, τους φίλους του. Η ζωή είναι μια καλοστημένη φάρσα. Για να την ξεκουρδίσουμε, αρκεί να την περιγελάσουμε. Μόνο μέσα απ’ το γέλιο μας θα ξαναβρούμε ό, τι πραγματικά αξίζει, ό, τι απομένει ανέπαφο ακόμη και εξόριστο απ’ τον κόσμο.



Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά ;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.

Mανόλης Αναγνωστάκης

22/7/10

Ποίημα



«Ελλάδα με χτυπημένη ραχοκοκαλιά,
τυραννισμένη με κακοφορμισμένες τις πληγές…
Φτωχιά Ελλάδα, με τα πρησμένα πόδια…
με τα αποφόρια των αφεντικών…
Ξετσίπωτη Ελλάδα, ξεφτιλισμένη
ξεστήθωτη στις γωνιές των δρόμων…
Ελλάδα ντυμένη με λευκό μακρύ χιτώνα
νοικιασμένο από συνοικιακό φωτογραφείο
με ψεύτικο στεφάνι στα βαμμένα σου μαλλιά…»

Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙ (1953-1959), εκδ. Κέδρος

20/7/10

Η «μπουρδελότσαρκα» του Σωκράτη

"Ο χρόνος την ιστορία σου στα χρόνια την ξεδιπλώνει ….και η μοίρα , από τις σκέψεις σου την ιστορία πλέκει .Όσο και αν η ψυχή σου ζητάει να ζωγραφίσει αυτό που για αλήθεια θα ήθελες να είναι !Κατά λάθος το χέρι , τον πίνακα χαλάει..."



Είρων με τη ζωή είρων με το θάνατο, είρων με τους πολλούς και είρων προς τον εαυτό του, ο «αγνωστικιστής» Σωκράτης ας είναι πάντα ένα πρότυπο αξίας. Ποιος είπε ότι δεν ήταν ένας συνεπής αναρχικός και πλέρια δημοκράτης;

Δεν θα επεκταθώ στη φιλοσοφία του περί της αρετής, θα σταθώ όμως σε μια ανθρώπινη πλευρά του, αναφέροντας ένα περιστατικό βάσει του οποίου αξίζει από μια άλλη διάσταση η φιλοσοφία.

Κάποτε, έπεσε «σύρμα» στο Σωκράτη και την παρέα του ότι έκανε το ντεμπούτο της μια νέα όμορφη εταίρα, η Θεοδότη, και αποφάσισαν να πάνε να τη δούνε.
Τα συμβάντα προκύπτουν από το 11ο κεφάλαιο «Σωκράτης και Θεοδότη» του 3ου βιβλίου των απομνημονευμάτων του Ξενοφώντα.

Ο Σωκράτης και η παρέα του, λοιπόν, φθάνουν στο σπίτι της, όπου τη βλέπουν να κάθεται στον κήπο, να τη ζωγραφίζει ένας ζωγράφος και τις θεραπαινίδες γύρω της να τη φτιάχνουν και να τη στολίζουν.

Οπότε, μπαίνει μέσα ο Σωκράτης και οι φίλοι του, που πρέπει να ήταν μαζί του άλλα 4 άτομα: Ο φίλος του Αντισθένης κατοπινός ηγέτης της κυνικής σχολής και μελλοντικός δάσκαλος του Διογένη, ο γλύπτης Απολλόδωρος παιδικός φίλος του μάλλον από τα παλιά τότε που λάξευε και αυτός μάρμαρα στη μετώπη του Παρθενώνα, και οι Κέβης και Σιμίας, δυο μαθητευόμενοι φιλόσοφοι από τη Θήβα, σύνολο δηλαδή 5 νοματαίοι. Η Θεοδότη τους αγνοεί επειδικτικά, ειδικά από τον κακομούτσουνο και ξυπόλητο Σωκράτη, μέχρι που ανοίγει το στόμα του.

Προσέξτε τη στιχομυθία.

Ο Σωκράτης, τη στιγμή που τον «σνομπάρει» η Θεοδότη, αποτείνεται στους φίλους του με τρόπο που τον ακούει εκείνη: «Αγαπημένοι μου φίλοι – τους λέει – μήπως είναι πιο σωστό αντί να μας ευχαριστεί η οπτασία την οποία έχουμε μπροστά στα μάτια μας, να την ευχαριστήσουμε εμείς;» «Μμμ, ναι, ναι, βέβαια…» θα μουρμούρισαν εκείνοι – οπότε συνεχίζει -

«Για να την ευχαριστήσουμε όμως πρέπει να την ωφελήσουμε και για να γίνει αυτό πραγματικότητα πρέπει να την αναφέρουμε όσο το δυνατόν σε περισσότερους άνδρες.

Αλλά για να είμαστε πειστικοί πρέπει να είμαστε αληθείς, που σημαίνει ότι θα πρέπει να μας επιτρέψει να αγγίξουμε αυτά που βλέπουμε και να φύγουμε από εδώ όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο ερεθισμένοι.
Δηλαδή, θα πρέπει να μας αφήσει να την κανακέψουμε και να αποδεχθεί ευχάριστα το κανάκεμά μας». Η Θεοδότη, που εν τω μεταξύ είχε ξεμπερδέψει με το ζωγράφο, πλησίασε και είπε: «Εντάξει, θα σας παράσχω την ευγνωμοσύνη μου έμπρακτα, γιατί αφού εσείς θέλετε το καλό μου, φυσικό είναι κι εγώ να σας παράσχω καλοσύνη».

Ο Σωκράτης, βλέποντάς την πολυτελώς ντυμένη και γενικώς παρατηρώντας τη χλίδα που υπήρχε γύρω της, τη μάνα της και τις υπηρέτριες όλες πλουσιοπάροχα ενδεδυμένες, λέει:
«Πες μου, αλήθεια,. Θεοδότη, έχεις κάποια σπίτια, χωράφια ή δούλους τεχνίτες που σου δίνουν τη δυνατότητα να ζεις με αυτό τον τρόπο»;
«Όχι, δεν έχω τίποτα από όλα αυτά, γιατί όταν κάποιος γίνεται φίλος μου, με ευεργετεί γι’ αυτό το λόγο. Έτσι κερδίζω τη ζωή μου».

Και ο Σωκράτης συνεχίζει: «Πράγματι, αυτό που κάνεις είναι πολύ πιο αποδοτικό από το να έχεις ένα κοπάδι κατσίκες, πρόβατα η βόδια. Αλλά πώς τα καταφέρνεις;
Το αφήνεις αυτό στην τύχη ή έχεις κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, μηχανεύεσαι δηλαδή κάποιο τέχνασμα για κάθε περίπτωση;» «Όχι, δεν μηχανεύομαι τίποτε, ούτε έχω κάποιο συγκεκριμένο τέχνασμα», του λέει η θεοδότη. «Δηλαδή, είσαι σαν τις αράχνες που υφαίνουν έναν ιστό και ότι πέσει μέσα, μύγες και κουνούπια;
Καλά, δεν είσαι επιλεκτική, Δεν ρυθμίζεις τα πράγματα όπως εσύ τα θέλεις;» «Και τι να κάνω»; Του απαντά εκείνη. «Καλά, δεν βλέπεις ότι όσοι κυνηγούν χρησιμοποιούν για το κάθε θήραμα συγκεκριμένο τρόπο;

Για παράδειγμα, αυτοί που κυνηγούν λαγούς έχουν ειδικά σκυλιά, άλλα για την ημέρα και άλλα για τη νύχτα. Επίσης, γνωρίζοντας τα περάσματα των λαγών στήνουν κατάλληλα τα δίχτυα τους ώστε να πέφτουν μέσα. Το κάθε πράγμα θέλει συγκεκριμένη τεχνική».
«Και ποια δίχτυα έχω εγώ;» ρωτάει η Θεοδότη. «Ένα και μόνο δίχτυ έχεις – της απαντάει ο Σωκράτης – το οποίο είναι μάλιστα πολύ όμορφα πλεγμένο. Αυτό είναι το κορμί σου. Μέσα όμως στο κορμί υπάρχει η ψυχή, η οποία πρέπει να σε καθοδηγεί στο τι θα κάνεις για να το αξιοποιήσεις.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πως θα ευχαριστείς αυτόν που έχει για σκοπό την απόλαυσή του. Και να τον φροντίζεις για να είναι φίλος σου και να σε φροντίζει. Και όχι με τα λόγια αλλά με τα έργα κτίζονται οι φιλίες, οι οποίες μάλιστα είναι τόσο πιο αρραγείς όσο οι φίλοι μένουν αμφότεροι ευχαριστημένοι. Και αυτό συμβαίνει όταν προσφέρεται ο ένας στον άλλο αγνά και φυσικά».

«Μα το Δία – λέει εκείνη – τίποτε από όλα αυτά δεν κάνω». «Και όμως – συνεχίζει ο Σωκράτης – είναι πολύ σημαντικό να προσφέρεται ο ένας στον άλλον σωστά και φυσικά.
Γιατί με τη βία, το ζόρι και τον εξαναγκασμό δεν μπορείς να αποκτήσεις ούτε να διατηρήσεις φίλους, ενώ με το δόσιμο την ευχαρίστηση και την ηδονή ακόμα και ένα θηρίο μπορεί να το κάνεις να μένει δίπλα σου και να σε παραστέκει. Έτσι δεν είναι»;
«Βεβαίως έχεις δίκιο….» μουρμουρίζει εκείνη. «Επομένως – συνεχίζει ο Σωκράτης – πρέπει να αποζητάς την φιλία αυτών που έχουν τη διάθεση να γίνουν φίλοι σου για να σε βοηθήσουν και να νοιάζεσαι γι’ αυτούς και να τους να το ανταποδίδεις, κάνοντας με τη σειρά σου ευεργεσίες, και μάλιστα με το πάρα πάνω.

Γιατί έτσι οι φίλοι θα μείνουν για πάρα πολύ καιρό κοντά σου και θα σου προσφέρουν με τη σειρά τους ακόμη μεγαλύτερες ευεργεσίες. Και θα τους έθελγες με τον καλύτερο τρόπο σε αυτό αν τους προσέφερες τις υπηρεσίες σου όταν είναι στην ανάγκη, όπως φίλος παραστέκεται σε φίλο ασθενή.

Γιατί μη υπαρχούσης της ανάγκης, τις χάρες σου δεν θα τις εκτιμήσουν, πολύ δε μάλλον περισσότερο όταν δεν είναι πεινασμένοι. Γιατί στον χορτάτο αν του δώσεις φαγητό, μέχρι και αποστροφή αυτό μπορεί να του προκαλέσει».
«Και τι να κάνω – λέει η Θεοδότη – πώς μπορώ να προκαλέσω την πείνα, το ενδιαφέρον στους υποψήφιους φίλους μου;»
«Θεοδότη μου, είναι απλό. Κατ’ αρχάς, ούτε να προσφέρεσαι αλλά ούτε να προκαλείς αυτούς που είναι χορτασμένοι. Και όταν προκαλείς αυτούς που πρέπει, οφείλεις να συμπεριφέρεσαι ανάλογα, δηλαδή, από τη μια να φαίνεσαι ότι θέλεις να ενδώσεις και από την άλλη να ξεγλιστράς μέχρι να σε επιθυμήσουν όσο γίνεται περισσότερο.
Γιατί έτσι θα υπερέχουν αυτά που θα δίνεις, ενώ αν τα δίνεις διαφορετικά θα έχουν μικρή ανταποδοτικότητα και δεν θα πιάνουν τόπο».
«Πράγματι, μιλάς πολύ σωστά, Σωκράτη. Πες μου αλήθεια, θα ήθελες να με βοηθήσεις, να μου συμπαρασταθείς στο κυνήγι φίλων;»
«Ίσως – της απαντάει εκείνος – εάν και εσύ με τη σειρά σου με πείσεις ότι αξίζει αυτός ο κόπος». «Και τι να κάνω, πώς μπορώ να σε πείσω,»;
«Κοίτα καλή μου, εσύ θα ψάξεις να βρεις τον πιο κατάλληλο τρόπο, αν πράγματι με έχεις ανάγκη». «Εν τάξει Σωκράτη, μπορείς να έρχεσαι να με επισκέπτεσαι στο σπίτι μου ελεύθερα, όποτε θέλεις» του λέει η Θεοδότη, εννοώντας την ανταλλαγή εις είδος του εμπορεύματος και φυσικά το τσάμπα.

Ο Σωκράτης όμως δεν σταματά, και αυτό τον κάνει πραγματικά μεγάλο.
Πάει να της πάρει και το βρακί. Συνεχίζει: «Ξέρεις, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να σε αναλάβω, γιατί είμαι πιεσμένος σε χρόνο. Είμαι πνιγμένος από τις πολλές δημόσιες υποχρεώσεις μου και από τις ιδιωτικές υποθέσεις φίλων που δεν μου επιτρέπεται να τους εγκαταλείψω. Γιατί πολλοί μου έρχονται να τους αναλάβω, να τους μάθω κόλπα μαγικά, τσιριτζλάτζουλες και σχετικά τερτίπια».
«Καλά, ξέρεις και από τέτοια, Σωκράτη;» τον ρωτά με περιέργεια. «Ε, γιατί νομίζεις ότι δεν ξεκολλάνε από κοντά οι φίλοι μου, οι οποίοι ειρίστω εν παρόδω είναι πολύ αξιόλογοι άνθρωποι, όπως από εδώ ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης που δεν με αφήνουν να κάνω βήμα, και ο Κέβης και ο Σιμίας που μάλιστα έρχονται από τη Θήβα; Αυτά τα πράγματα δε γίνονται χωρίς κόλπα μαγικά, τζιριτζάτδουλες και ανάλογα τερτίπια».
«Μάθε μου τότε κι εμένα μερικά και για του σου λόγου σου το αληθές πρέπει να θέλξω πρώτα εσένα».

«Θα κάνω ότι μπορώ, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι σωστό να έρχομαι εγώ σε εσένα, αλλά εσύ που μου το ζητάς πρέπει να έρχεσαι σ’ εμένα. Αυτό δεν είναι το πρέπον;». «Έχεις δίκιο, Σωκράτη, εγώ πρέπει να έρχομαι στο σπίτι σου, σε παρακαλώ μόνο να με δέχεσαι». «Και βέβαια θα σε δέχομαι, Θεοδότη μου, αρκεί να μην έχω μέσα κάποια πιο αξιαγάπητη από εσένα».



Μη γίνεις ποτέ φιλόσοφος, σκέψου όμως σαν φιλόσοφος
Να ξεχωρίζεις το «είναι» από το «φαίνεσθαι».
Να στηλιτεύεις την ανθρώπινη ανοησία και να έχεις αναπτυγμένη την κριτική σου ικανότητα για να σου ανοίγει δρόμους.
Για να γίνει κάποιος φιλόσοφος χρειάζεται παιδικό μυαλό, ανδρική καρδιά και γυναικεία σκέψη.
Αυτά αρκούν, η πολύ γνώση τη φιλοσοφία τη χαλάει. Για να σκεφτεί όμως κάποιος σαν φιλόσοφος πρέπει έχει το νου ελεύθερο για να μπορεί να κρίνει.
Η κριτική ικανότητα είναι η σκαπάνη της φιλοσοφίας. Ο κάθε άνθρωπος είναι και φιλόσοφος, είπε ο Πόπερ, αλλά ο καλός φιλόσοφος είναι αυτός που στην καρδιά του έχει τις φιλοσοφίες όλων.

Μη γίνεις, όμως, ποτέ φιλόσοφος. Θα ζήσεις σαν αυτόκαυστη λαμπάδα, θα νοιώσεις την απογοήτευση, το θάνατο να σε χαϊδεύει. Θα σε πουν περιθωριακό, θα φθαρείς σε ετούτη τη ζωή, θα δίνεις χωρίς να παίρνεις. Μη γίνεις ποτέ φιλόσοφος, θα καταλήξεις στον πεσιμισμό, θα δεις ότι το μόνο που στη φύση που δεν έχει όρια, είναι η ανθρώπινη βλακεία.
Να σκέφτεσαι, όμως, πάντα ως φιλόσοφος, και για να συμβεί αυτό κάνε πρώτα κριτική στην ίδια τη φιλοσοφία. Είναι μια φενάκη – και η ζωή το ίδιο. Είναι μια απάτη – και η ζωή το ίδιο. Είναι μια αλήθεια – και η ζωή το ίδιο.

Το ψέμα είναι επίσης μια αλήθεια, η αλήθεια όμως δεν είναι ψέμα, άρα το ψέμα περικλείεται είναι η εκπεσμένη της αλήθειας ενεργούσα αδελφή. Αλήθεια και Αλητεία, διάλεξε ποια θα έχεις δίπλα σου, επέλεξε τη μορφή της ερωμένης του φιλόσοφου και πάρε τελικά τη μια σου γυναίκα.

Ο έρωτας είναι η πηγαία δύναμη της φιλοσοφίας. Για να αγαπήσεις τη ζωή σεβάσου πρώτα τη γυναίκα. Γυναίκα είναι η φιλοσοφία. Αγάπα το κάθε θηλυκό, μα πιότερο αυτό που είναι στη ψυχή αγνό και νέο.
Σκοπός σου είναι να είσαι προστάτης – οδηγός, προορισμός σου η υπέρβαση, παρέα σου ο χρόνος. Και όταν κάποια στιγμή αυτός σου κάνει τον τρανό, δώσε του μια πέτρα σπάργανο για να τον βαρυστομαχιάσεις. Taiming το λένε αυτό οι δυνατοί του Δία το μεγάλο κόλπο. Κάνε σαν θες το δυισμό, αλλά επέλεξε ως ολότητα το ένα, που ποτέ δεν είναι δυο, χωρίς να ξεχνάς ότι τα πάντα τα πολλά κάνουν τη μονάδα. Το όλον είναι έν και μια η πηγή του:
Το φως.

Μάθε να συμπεριφέρεσαι όμως πάντα ως φιλόσοφος, διαλέγοντας από τα πολλά, το ολοκληρωτικό το ένα.
Μάθε να φτάνεις στο μηδέν χωρίς να χάνεις τη μονάδα, μάθε να σκέφτεσαι σαν μικρός θεός χορεύοντας μόνος σου στην πίστα το ζεμπέκικο, με όλους πια μαζί στη Μεσαριά συρτάκι.

Μάθε να ζεις την κάθε σου στιγμή σα να ’τανε η τελευταία.
Τέλος, μάθε να έχεις για τα πάντα μια εκτίμηση, μα πρώτα απ’ όλα εκτίμησε τον ίδιο τον εαυτό σου. Και όταν κάποια στιγμή δεις τον Τάρταρο να σε καλεί, βρες τον τρόπο να του πεις να σου δείξει κι εκείνος αν μπορεί, την αυτο-εκτίμησή του. Τότε, σαν αντικρίσεις στα μάτια του να ζωγραφίζεται η απορία, πάει να πει πως χωρίς να γίνεις ποτέ φιλόσοφος, πέρασες το σκαλοπάτι το σοφό.

Έγινες πλέον, Άνθρωπος.

6/7/10

Αγγελοκαμωμένη μου



Tο γνησιότερο και πιο βασανισμένο τέκνο της Σύρου, ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι αυτός που έγραψε (εκτός όλων των άλλων αριστουργημάτων) τα ωραιότερα επίθετα στο ελληνικό τραγούδι.

Πήρε το μέρος του λόγου που κατ’ εξοχήν αφυδατώνει και βαραίνει την πρόταση και το ‘πλασε σ’ ένα μπριλάντι σκληρό και μοναδικό. Θυμηθείτε το και πέστε μου.
Ακούστε και κλείστε επιτέλους, τις τηλεοράσεις σας.

Αγγελοκαμωμένη μου
και λαμπαδόχυτή μου
Ομορφονιά της μάνας σου
και συντροφιά δική μου
Θα σ’ αγαπώ θα σ’ αγαπώ
διόλου δεν θα πάψω
ή κατά βάθος θα χαθώ
ή θα σε απολαύσω

Σ’ αφήνω την καληνυχτιά
Μηλιά μου με τους κλώνους
Πάω κι εγώ να κοιμηθώ
Με βάσανα και πόνους
Ζαχαροζυμωμένη μου
πέσε γλυκά κοιμήσου
και στ’ όνειρό σου να με δεις
σκλάβο και δουλευτή σου.