11/9/09

Η δημιουργία του πάθους


«…Αγάπη είναι αυτό που δεν πρέπει να καταλάβεις…»

Στην αρχή ήτανε το χάος και μέσα στο χάος ο Θεός. Μήτε κοιμότανε, μήτε ξυπνούσε, βοσκούσε το διάφανο σκοτάδι κι έτρεφε την ανυπαρξία του. Κάποτε ήρθε η Νύχτα, τον κύκλωσε ερεθισμένη, τον βούτηξε μέσα στη μαυρίλα της, άρχισε να τον γλείφει με τις χίλιες γλώσσες της. Μια πρωτόφαντη γλύκα φούντωσε τότε τον Θεό, η γκάβλα τον αλάλιασε, γίνηκε κάψα, γίνηκε δίψα και πόθος, τρέλα και πεθυμιά θανάτου.

Από τούτη την γκάβλα ξεκίνησαν όλα.

Άρχισε, λοιπόν, να σβαρνιέται πίσω-μπρος, να χτυπιέται με λύσσα, να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του, να ζουλιέται αφρισμένος με τα πέπλα της νύχτας. Κάποτε τινάχτηκαν τα υγρά του κι έλαμψε ο κόσμος.

Έτσι εγένετο φως. Κι έτσι γέμισε το στόμα του με την πίκρα του θανάτου.

Τότε θέλησε να πιει νερό για να πλύνει την πικρίλα, τότε θέλησε θάλασσες και ποτάμια, τότε θέλησε στεριά για να μπορεί να ξαποσταίνει, θέλησε ουρανό για να ελπίζει, άστρα για να τα βλέπει και να ονειρεύεται, δέντρα για να χαίρεται τον ίσκιο τους, λουλούδια για να ρουφά τη μυρωδιά τους, πρόβατα για να πίνει το γάλα τους και φίδια. Πάντοτε είναι χρήσιμα τα φίδια.

Και μια και δυο, τα έφτιαξε όλα αυτά κι έφτυσε σάλια στον αέρα και γεννήθηκαν οι άγγελοι για να μεταφέρουν τη σοφία του πάνω στα πράγματα.

Κι έπειτα θέλησε το δειλινό κι έβαλε τον ήλιο να βασιλέψει στον ορίζοντα. Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού και είδε... κόκκινος ουρανός, κόκκινη γη, κόκκινη θάλασσα, θάνατος και ανάσταση του κόσμου.

Τότε δάκρυσε ο Θεός και μαζί με το δάκρυ του τον γέμισε η μοναξιά.

Είναι στ' αλήθεια φοβερή ετούτη η μοναξιά, χειρότερη από την ανυπαρξία, χειρότερη από το τίποτε, κι οι άγγελοί μου είναι μονάχα μαντατοφόροι, έτσι σκέφτηκε κι έφτυσε το σάλιο του στη λάσπη.

Και από τη λάσπη έφτιαξε έναν άντρα που σπέρνει. Κι από τη λάσπη έφτιαξε και μια γυναίκα που οργώνεται. Κι έπειτα γέμισε με αέρα τα πνευμόνια του, για μια στιγμή συλλογίστηκε τι πήγαινε να κάνει. Ας είναι, μονολόγησε, οι άνθρωποι θα σκουπίζουνε τα δάκρυά μου και θα γιατρεύουν τη μοναξιά μου. Κι άμα σηκώσουνε κεφάλι, τους συντρίβω.

Κι έπειτα τους φύσηξε και τους ζωντάνεψε...

Έτσι έγιναν τα πράγματα και συναντήθηκε η Νύχτα με τον Θεό και τον γκάβλωσε και φτιάχτηκε ο κόσμος κάτω από τον Θεό και ο άνθρωπος πάνω στον κόσμο. Κι άρχισε τότε η ιστορία, δηλαδή ο αγώνας * για ελευθερία και θάνατο.

Στην αρχή ήτανε μόνοι τους εκείνοι οι δυο. Η Εύα και ο Αδάμ. Τους είχε ο Θεός να βλέπουνε μαζί του το δειλινό και να σκουπίζουνε τα δάκρυά του κι όλον τον υπόλοιπο καιρό τούς πρόσταξε να κοιμούνται μέσα στον παράδεισό του· κυρίως να μη γυρίζουν ανάμεσα στα δέντρα κι απλώσουνε το χέρι τους στον Απαγορευμένο Καρπό. Γιατί η γκάβλα θα τους ελευθέρωνε από την εξουσία του.

Κι οι δυο πρωτόπλαστοι, λοιπόν, υπηρετούσαν τυφλά τον Κύριό τους· μ' ένα του νεύμα σηκώνονταν, μ' ένα βλεφάρισμά του έπεφταν μπρούμυτα καταγής. Κι όποτε ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα, έμεναν ακίνητοι, μην τυχόν και αλλάξουν θέση και παρακούσουν έτσι το πρόσταγμα του Θεού.

Κάποτε φάνηκε το φίδι. Ήτανε νύχτα και σύρθηκε στο ανάμεσό τους· γύρισε πάνω στην Εύα, γλίστρησε στο λαιμό της, τύλιξε τα στήθη της κι έπειτα κατέβηκε χαμηλά και την αλάλιασε. Και γέμισε η γλύκα την Εύα και μαζί με τη γλύκα η πεθυμιά της πήρε τον νου κι έδιωξε μακριά τον φόβο.

Κι όρμησε πάνω στον Αδάμ και τον καβάλησε κι άρχισε να τον φιλά και να τον δαγκώνει και να καλπάζει πάνω του. Κι εκείνος θόλωσε και κόλλησε το στόμα του στα βυζιά της, τόσο που εκείνη μάτωσε και γέμισε το στόμα του με μαύρο αίμα.

Κι έπειτα έχυσαν κι οι δυο μαζί κι η ιαχή τους ράγισε το θόλο της νύχτας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: