15/9/09

To φευγιό


Βαριά τον φέρναν τα βήματά του εκείνο το άνυδρο πρωινό. Βαριά και κουρασμένα. Ατένιζε μπροστά του δρόμο μακρύ και αγνώριμο. Απρόσωπο τοπίο, τραχιά η μέρα ξημέρωνε πίσω από το βουνό. Ο ήλιος ξεπρόβαλε δειλά δειλά τις πρώτες του αχτίδες που κοντοστέκονταν για να σιγοψιθυρίσουν μια καλημέρα στα δροσερά φυλλώματα των πυκνών δένδρων. Βαριά η καρδιά και άτυχη ζωή, μισερή.

Τίποτα πια δεν τον κρατούσε εκεί πίσω.

Όλα τα είχε αφήσει όπως ήταν το βράδυ εκείνο, δεν είχε πειράξει ούτε μια στάλα αναμνήσεις. Έριξε μαύρη πέτρα στην ψυχή, στο σπιτικό, στον κόσμο που του θύμιζε πόσο εύκολα και πόσο ξαφνικά μπορούν ν’ανατραπούν όλα, να γίνουν μάταια, ανεπιθύμητα, βασανιστικά. Μαύρη πέτρα σε κάθε του βήμα, που χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, τον είχε βγάλει σ’αυτό το δρόμο τον τρομερό, τον γκρίζο.

Ξανακοίταξε με δυσπιστία τις ηλιαχτίδες που καθυστερούσαν στο μαγικό παιχνίδι με τα φυλλώματα, θαύμασε την ισορροπία, την ανεμελιά, την πολυτέλεια της αδιαφορίας που μόνον η τελειότητα της φύσης είχε το μοναδικό προνόμιο ν’απολαμβάνει.

Σάστισε... Πώς είχε βρεθεί μέχρι εκεί; Γιατί;
Τίποτα δεν θυμόταν από το μοναχικό ταξίδι, από την εγκατάλειψη, το φευγιό.

Το μυαλό είχε κολλήσει σ’εκείνη την εικόνα, όταν ασάλευτη μαρμαρωμένη την είδε να τον κοιτά στα μάτια με το πικρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη τα ροδιά. Οι μνήμες ταράχτηκαν, τα πάντα σάλεψαν γύρω του ειρωνικά. Τα βήματα τον είχαν φέρει μέχρι εκεί, σ’ αυτόν τον άγνωστο για κείνον τόπο, που τον καλούσε προκλητικά.

Τώρα τα πόδια αλάφρυναν, πήρε ασυναίσθητα τον ανήφορο προς το βουνό. Τα βήματα στην αρχή ήταν βαρύθυμα, αργά κι αναποφάσιστα.

Τι γύρευε εκείνος από κει; Τι περίμενε να βρει στην άλλη άκρη;

Συνέχισε την πορεία του αφηρημένος, άβουλος, σα μαγνητισμένος. Όλο κι ανέβαινε το βουνό σαν κάτι να τον τραβούσε. Κάτι απίστευτο που ανάσαινε ανάμεσα από τα φύλλα των δένδρων, κάτι μαγικό που λαμπύριζε μαζί με τις δυνατές τώρα πια αχτίδες του ήλιου βασιλιά, κάτι ονειρικό που κυλούσε στην ψυχή κι απάλυνε τον πόνο. Συνέχισε πεισματικά, βρήκε το μονοπάτι για την κορφή.

Η κορφή είναι πάντα ο στόχος.

Το απροσδιόριστο του ‘δινε δύναμη, έβαλε στα πόδια φτερά. Κάτι τον έσπρωχνε προς τα πάνω.

Κοίταζε το θάμα από ψηλά. Μπρος του απλώνονταν μια πολιτεία. Μια πολιτεία μικρή, ένας κόσμος καινούργιος, κατάλευκος, ελπιδοφόρος. Πήρε ανάσα βαθιά, έβαλε στα πλεμόνια του την αύρα του Θεού, ένιωσε τον άνθρωπο να ξαναζωντανεύει βαθιά μέσα του. Και τότε γύρισαν τα παλιά τα όνειρα, οι ελπίδες, φούντωσαν οι πόθοι και τα πάθη, ξύπνησε η ίδια η ζωή. Αντίκρισε σαν όραμα το νιο τον ετοιμοπόλεμο, τον έτοιμο ν’ αδράξει τη ζωή και να τη δαμάσει. Οσφρίστηκε όλες τις αποχρώσεις των λουλουδιών και των δένδρων, με όλη τη δύναμη των αισθήσεών του.

Εκεί, πάνω στο βουνό ήταν ο στόχος. Ο στόχος είναι πάντα ψηλά, πάντα άπιαστος και όμως πάντα τόσο κοντινός. Ένιωσε τη ζωή να γυρίζει προς τα πίσω, ένιωσε την πραγματικότητα να σβήνει και το όνειρο να ψάχνει να βρει την πραγματικότητα.

Αργά και σταθερά, πήρε το δρόμο προς τα κάτω. Τα βήματα πάλι τον οδηγούσαν μόνα τους, προς το μεγάλο δρόμο που ένωνε την πολιτεία με το βουνό. Τα πάντα γύρω του ήταν πλέον διαφορετικά. Κάθε του βήμα μια απόφαση, κάθε του σκέψη μια ελπίδα. Ώρα πολύ έκανε ν’αφήσει το βάρος πίσω του, τα χρόνια τα απελπιστικά και τα χαμένα, μέχρι που ο γκρίζος δρόμος φάνηκε να οδηγεί ξανά τα βήματά του, λιγότερο άγνωστος και λιγότερο απειλητικός.

Ο ήχος ενός αυτοκινήτου ακούστηκε να σταματά ακριβώς δίπλα σου.

– «Πας πουθενά να σε πάρω, πατριώτη;» έφτασε άξαφνη η ερώτηση στ’αυτιά του.

Μια πόρτα ανοίχτηκε στα καινούργια όνειρα. Ένας άνθρωπος άγνωστος, χαμογελαστός, με τα βάσανα και τη μοναξιά των ατέλειωτων δρόμων χαραγμένα στο πρόσωπό του. Οδηγούσε ένα μεγάλο αυτοκίνητο φορτωμένο ξύλα, κορμούς θανατωμένους από την πληγωμένη πλευρά του βουνού, εκείνη την άλλη πλευρά που εκείνος δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει.

Πάντα υπάρχει μια πληγωμένη πλευρά που ίσως δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Τον ακολούθησε βουβός κι ανέκφραστος, και φοβισμένος. Η πολιτεία ήταν ακόμη πολύ μακριά και σε αυτό το άγνωστο είχε εναποθέσει τώρα πια όλες του τις ελπίδες.

– «Μοιάζουνε χίλια χρόνια που κάνω αυτό το δρομολόγιο», ακούστηκε η φωνή του ανθρώπου που αναζητούσε συντροφιά.

– «Δεν έχω δει ποτέ μου πεζοπόρο σε αυτήν την ερημιά».

– «Ίσως δεν έχεις ξαναδεί έρημο άνθρωπο», άκουσε τον εαυτό του να λέει και παραξενεύτηκε με το θάρρος του και την αποκοτιά να μιλήσει τόσο απότομα, μα και τόσο ανοιχτά σ’ έναν ξένο.

– «Βλέπω την αφεντιά μου κάθε μέρα στον καθρέπτη», είπε και γέλασε δυνατά. «Κόψε φάτσα για μόστρα!»

Ο άνθρωπος που αναζητούσε τη συντροφιά αυτοσαρκάζονταν με τρανταχτό γέλιο, κι εκείνος άφησε ένα διστακτικό χαμόγελο να ζωγραφίσει τα σφιγμένα του χείλη.

– «Πόθ’ έρχεσαι, πατριώτη;». Δεν ήξερε τώρα τι να πει, αν έπρεπε να πει, πώς να το πει. Ένας άνθρωπος που ζητούσε συντροφιά ήταν κι ο ίδιος.

– «Εκεί ψηλά από το βουνό», ψιθύρισε διστακτικά.

– «Από το βουνό, λοιπόν. Πάρε μια φούχτα αμύγδαλα, θα σε τονώσουν μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο χωριό. Φαίνεσαι κουρασμένος».

Ο άνθρωπος συνέχισε να οδηγεί το βαρύ φορτίο, του αυτοκινήτου του και της ψυχής.

Έπεσε για λίγο απειλητική η σιωπή. Η σιωπή όμως δεν αντέχει πολύ ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αναζητούν κι οι δυο τη συντροφιά.

– «Από το βουνό, λοιπόν, πατριώτη!

Δρόμος μακρύς, ατέλειωτος, που πάντα μοιάζει ολόιδιος, και όμως τόσο διαφορετικός»...


Δεν υπάρχουν σχόλια: